Οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν από καρδιακές παθήσεις από ό,τι οι άνδρες, με τους λόγους πίσω από αυτό να είναι πολύπλοκοι και ελάχιστα κατανοητοί. Η καρδιαγγειακή νόσος (CVD) αναπτύσσεται διαφορετικά στις γυναίκες, ωστόσο μεγάλο μέρος της ιατρικής έρευνας και των κατευθυντήριων γραμμών θεραπείας, έχουν ιστορικά βασιστεί σε μελέτες που απέκλειαν τις γυναίκες.
Αυτό συνέβαινε γιατί οι γυναίκες- ως επί το πλείστον- δεν συμπεριλαμβάνονταν στην επιστημονική έρευνα μέχρι το 1993. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτει το Live Science.
Γιατί οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο
Οι αιτίες μπορούν να διακριθούν σε γενετικό, κοινωνικό αλλά και έμφυλο επίπεδο:
Ειδικότερα, σε γενετικό επίπεδο, τα δύο χρωμοσώματα Χ των γυναικών (σε σύγκριση με το ένα χρωμόσωμα Χ και το ένα χρωμόσωμα Υ των ανδρών) επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η καρδιαγγειακή νόσος. Ακόμη, οι κοινωνικοί και έμφυλοι παράγοντες διαδραματίζουν βασικό ρόλο.
Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν μη τυπικά συμπτώματα καρδιακής προσβολής, όπως ναυτία, πόνο στη γνάθο και κόπωση, γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της διάγνωσης. Η έρευνα δείχνει ότι οι γυναίκες έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή ή το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αν και οι νεότερες γυναίκες διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου από τους άνδρες, ο κίνδυνος αυξάνεται δραματικά μετά την εμμηνόπαυση. Επιπλέον, οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 αντιμετωπίζουν κίνδυνο καρδιακής προσβολής συγκρίσιμο με αυτόν των ανδρών, ακόμη και πριν από την εμμηνόπαυση.
Για τα διαφυλικά και μη δυαδικά άτομα, απαιτείται περισσότερη έρευνα για την καλύτερη κατανόηση του κινδύνου που διατρέχουν.
«Οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης συχνά υποτιμούν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων των γυναικών»
Σημειώνεται επίσης πως οι γυναίκες έχουν λιγότερες πιθανότητες να υποβληθούν σε εξειδικευμένες εξετάσεις για καρδιακές παθήσεις και οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης συχνά υποτιμούν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων των γυναικών. Επιπλέον, οι καρδιακές παθήσεις παρουσιάζονται συχνά διαφορετικά στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Οι γυναίκες δηλαδή είναι πιο πιθανό να διαγνωστούν με ισχαιμία του μυοκαρδίου, μια κατάσταση όπου η ροή του αίματος είναι ανεπαρκής λόγω πολλαπλών στενωμένων αρτηριών που δεν είναι πλήρως αποφραγμένες. Αντίθετα, οι άνδρες εμφανίζουν συνήθως μία μόνο αποφραγμένη αρτηρία που μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση. Αυτή η διαφορά στην εμφάνιση της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερο αποτελεσματικές θεραπείες για τις γυναίκες.
Η ιατρική κοινότητα έχει πια αρχίσει να αναγνωρίζει αυτές τις διαφορές. Για παράδειγμα, οι νέες εξετάσεις αίματος που είναι ειδικές για το φύλο βελτιώνουν τη διάγνωση των καρδιακών προσβολών στις γυναίκες. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανισότητες φύλου στην καρδιαγγειακή περίθαλψη, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να υιοθετήσουν πρωτόκολλα διάγνωσης και θεραπείας ειδικά για γυναίκες. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διασφαλιστεί ότι οι γυναίκες -και όλοι οι ασθενείς- λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα προσαρμοσμένη στις μοναδικές βιολογικές ανάγκες τους.