Το Proson.gr εγκαινιάζει τη νέα εβδομαδιαία στήλη με τίτλο «ιστορίες εργασιακής τρέλας», στην οποία οι συντάκτες αλλά και οι αναγνώστες της ιστοσελίδας, μοιράζονται αυτό που περιγράφει ο τίτλος: Ιστορίες εργασιακής τρέλας!
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλά και των επιχειρήσεων / εταιρειών (όπου αναφέρονται) έχουν παραλλαχθεί για προφανείς λόγους, αλλά οι ιστορίες είναι... πέρα για πέρα αληθινές!
Ιστορία Νο.1: Συνεντεύξεις κι άλλες ιστορίες ψυχοθεραπείας
Όταν χτύπησα το κουδούνι για τη συνέντευξη – είχα φτάσει και λίγα λεπτά νωρίτερα, για να δώσω αυτή την τυπικά «καλή εντύπωση» – συρόμενος προς την υποδοχή, με την γραφειακή του καρέκλα με τα ροδάκια, κατέφθασε ο αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας και με ρώτησε τι ήθελα. Του απάντησα – δημιουργώντας παράλληλα στο μυαλό μου μια λίστα από ταινίες «γραφειοκρατικών» χαρακτήρων, που οι περισσότεροι ήταν ρόλοι σαρκαστικοί ή κωμικοί – πως είχα ραντεβού με τον διευθυντή τους, ας τον ονομάσουμε κύριο Λ. Μου έδειξε την ορθάνοιχτη πόρτα του γραφείου του κι αφού τον ενημέρωσε ότι κάποιος τον ζητά, εμφανίστηκε αμέσως ο κύριος Λ., που με μια ευγενική χειραψία, μού έκανε νόημα να καθίσω.
Σημαντική πληροφορία, πως μου έδωσε την επιλογή να καθίσω στην ηλιόλουστη καρέκλα απέναντί του, την οποία μπορεί να έβρισκα τη δυσμενή συνθήκη της ιστορίας μας ή την καρέκλα στ’ αριστερά τού γραφείου του, που ήταν η «φυσιολογική».
Επέλεξα την ηλιόλουστη, όχι γιατί είμαι κανένας χαρούμενος άνθρωπος – μην δώσω και λάθος εντυπώσεις – όσο γιατί προτιμώ να κρατώ μια σχετική σωματική απόσταση από τους ανθρώπους, όταν τους γνωρίζω πρώτη φορά, κι επιπλέον γιατί ανάμεσα στην άλλη καρέκλα και το γραφείο του κύριου Λ., μεσολαβούσε ένα φαρδύ κι αρκετά «άβολο» κενό.
Μέσα στο ήδη υπάρχον σαρκαστικό πνεύμα, που είχε προλάβει να αναδειχθεί στα μερικά λεπτά που υπήρχα στο χώρο, ο κύριος Λ. ξεκίνησε την κινηματογραφική μας συνέντευξη με διερευνητικές ερωτήσεις όπως το «τι κάνω». Χαμογέλασε αμήχανα, όταν προς μεγάλη του έκπληξη η απάντηση που έδωσα ήταν πως είμαι καλά. Η πραγματική, βέβαια, απάντηση θα ήταν πως κι εγώ, την ίδια απορία είχα μαζί του, αλλά έκρινα – εύλογα νομίζω – πως μία τέτοια απάντηση, δεν βρισκόταν στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων του. Οπότε προσπερνώντας βιαστικά το αμήχανο γέλιο του, και συμπεραίνοντας ότι μάλλον θα «λειτουργούσε» καλύτερα αν έθετα εγώ τις ερωτήσεις, πρόσθεσα – πάντα με χαμόγελο κι εγώ: «Επαγγελματικά, εννοείτε, τι κάνω»;
Η απάντησή του με εξέπληξε! «Όχι, γενικά εννοούσα».
Ναι, είναι γενικά αποτυχία η απόπειρα μας για επικοινωνία σήμερα, σκέφτηκα, καθώς υπολόγιζα την επόμενη κουβέντα μου. Συνέχισα, επιλέγοντας αυθαίρετα να αναλύσω ορισμένα επαγγελματικά στοιχεία, καθώς θεώρησα πολύ απίθανο να τον ενδιέφερε με κάποιο τρόπο η προσωπική μου ζωή.
Στο διάλογο που ακολούθησε, αναπτύχθηκαν κυρίως απαντήσεις στις απαντήσεις – δηλαδή σχολιασμοί – όπως γιατί ως 18 χρονών επέλεξα να σπουδάσω κτηνιατρική, εφόσον το ήξερα ότι θα έχει αίμα και χειρουργικές επεμβάσεις – ναι, μπορείτε να συμπεράνετε ασφαλέστατα ότι ανατριχιάζω με το αίμα, τα εντόσθια κι οποιοδήποτε άλλο ωμό θέαμα. Σαφώς οι δικές μου απαντήσεις συνοδεύτηκαν κι από άλλες «έτοιμες» απαντήσεις, όπως ότι αυτό είναι κομμάτι της ζωής και πρέπει να το συνηθίσω.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν προετοιμασμένη για τέτοιο «βάθος» ψυχολογικής εξερεύνησης και φιλοσοφικών προβληματισμών, οπότε για να διευκολύνω και τη δική μας συζήτηση και να μην κουραστούμε όλοι από νωρίς, θα σας πω ότι προτίμησα τις πιο μονολεκτικές και συγκαταβατικές απαντήσεις, για να «συντομεύουμε» τους περιττούς σχολιασμούς και να περάσουμε στο κύριο θέμα – ομολογώ ότι αργότερα το μετάνιωσα.
Ξεκίνησε κι ο κύριος Λ., λοιπόν, μια σύντομη περιγραφή των καθηκόντων της θέσης, πράγμα που ξεκούρασε τα αντανακλαστικά μου και ταυτόχρονα φάνηκε να τον χαροποίησε ιδιαίτερα, που επιτέλους έλαβε το ρόλο του ατόμου που μιλάει ασταμάτητα για να τον ακούσουν οι άλλοι και να απολαύσει μόνος τον υπέροχο λόγο του. Μπορεί, βέβαια, κι οι δικές μου μονολεκτικές απαντήσεις, να είχαν καταλήξει σε κάτι μονότονο και βαρετό. Μίλησε για την ομάδα, τα μέλη, πώς δουλεύουν, τι ζητούν από εμένα και διάφορες άλλες κατατοπιστικές φλυαρίες.
Ύστερ’ από αυτό, η συνέντευξη πέρασε σε ένα πολύ κομβικό και καθοριστικό σημείο. Ο κύριος Λ. ανασκουμπώθηκε στην καρέκλα του και με σοβαρό ύφος μου επεσήμανε ένα «μυστικό» - προσέξτε κι εσείς μην το πείτε ούτε του παπά: «Πρέπει να σου μιλήσω ειλικρινά﮲ τα λεφτά δεν είναι πολλά». Η φωνή του πήρε μια σταθερή αυστηρότητα, έναν τόνο αποστασιοποίησης, σαν να μην απευθυνόταν κάπου. Θέλει κόπο να μασκαρέψει κανείς την γνώση του ότι αυτό που θα ακολουθήσει είναι κάτι ασόβαρο. Δυστυχώς, βέβαια οι κόποι συνήθως πηγαίνουν χαμένοι γιατί αν κάτι δεν μασκαρεύεται καλά, αυτό είναι η γνώση ότι εκείνη τη στιγμή ετοιμάζεσαι να κάνεις ή να πεις κάτι κακό. Συμβαίνουν πολλά πράγματα εκείνη τη στιγμή﮲ το άγχος για το τι θα σκεφτεί ο άλλος, πώς θα αντιδράσει, πώς θα ελέγξεις εσύ την αντίδραση του, πώς θα φέρεις όλη τη γη τούμπα, προκειμένου να κάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό να πιστέψει ότι αυτό που θα πεις δεν είναι κάτι κακό, γιατί μόνο έτσι μπορεί να σε πιστέψει ο άλλος.
Και βιώνοντας πιθανόν, τις δικές του πολύπλοκες συνθήκες, ο κύριος Λ. μου άφησε την σπουδαία του πρόταση: «Καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις την εμπειρία που ζητάμε εμείς. Για καθημερινή εργασία, 8ωρο, 10-6, θα είναι 300 ευρώ».
Σώπασα και περίμενα να διοχετεύσει την ανακούφισή του στη σιωπή για να πάμε παρακάτω. Σαφώς η ενημέρωσή του είχε και συνέχεια γιατί θεώρησε ότι ήταν χρέος του να μου αφήσει κάποιες σημαντικές διευκρινήσεις. Όπως το ότι επειδή είναι ένας άνθρωπος που θέλει να τα έχει καλά με τον εαυτό του, οφείλει να είναι ξεκάθαρος και να μου δηλώσει ότι «φωνάζει πάρα πολύ γιατί περνούν πολλά από τα χέρια του» - κάπου εδώ απέφυγα τη στιγμιαία σαρκαστική σκέψη που πετάχτηκε στα μάτια μου για τις πιθανές έννοιες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στη φράση του – κι επιπλέον πως αυτό συμβαίνει γιατί θέλει να είναι δίκαιος με όλους. Όμως εγώ «καλό θα ήταν να διατηρώ την ηρεμία μου και γενικά να μην μιλάω πολύ», γιατί εκεί μέσα «λέγονται πολλά και γίνονται πολλά» - αν απορήσατε τι είδους, την ίδια απορία είχε κι εγώ.
Ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ύστερα η υποτιθέμενη συνέντευξη μας, χωρίς πολλές ακόμα εξομολογητικές διευκρινίσεις, μυστικά κι απόπειρες δίκαιης μεταχείρισης. Σηκώθηκε να με ξεπροβοδίσει θέτοντας μόνο δύο τελευταίες ερωτήσεις﮲ τι μουσική ακούω κι αν έχω «ανοιχτό αυτί» – δεν ξέρεις πόσο μετανιώνω για το «ανοιχτό μου αυτί», άνθρωπέ μου, γιατί αν το «έκλεινα» με ακουστικό εκείνη την ώρα θα είχαμε πιθανόν αποφύγει όλο αυτό τον κόπο – και τέλος, αν έχω δίπλωμα, αν οδηγώ και γιατί δεν οδηγώ εφόσον έχω δίπλωμα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω την επιθετική σαρκαστική εικόνα, να συνεχίζει με άλλη μία ερώτηση για το πόσες ώρες περνώ στα διάφορα δωμάτια του σπιτιού, αλλά είχαμε ήδη φτάσει στην έξοδο οπότε λίγος σαρκασμός ακόμα, δεν θα έκανε και καμιά τρελή διαφορά.
Ήταν ευγενικός ο κύριος Λ. πάντως, αγαπημένοι μου, κι αυτό έχω να το τονίσω σαν τελικό μου συμπέρασμα. Και για εμάς τους εργαζόμενους, που αμφιταλαντευόμαστε για το αν αξίζει, δοκιμαστικά, να υποβαθμίσουμε την στοιχειώδη ποιότητα της ζωής μας για ματαιωμένους κι ονειροπόλους εργοδότες, που ζηλεύουν ακόμα και τις τρίχες των χαρωπών σκύλων που βλέπουν να περπατούν έξω και να απολαμβάνουν τη ζωή, σκέφτομαι συχνά το εξής: το συμβιβασμό τον κάνουμε με σκοπό να αποδώσει απώτερους καρπούς μακροπρόθεσμα. Αν το δέντρο είναι άκαρπο εξ’ αρχής ή αν πέφτει υπερβολικά «μακριά» αυτή η προθεσμία, σε σημείο που χάνεται στο χρόνο, ίσως δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα να σπαταλήσουμε κάτι τόσο ακριβό όσο ο χρόνος μας. Γιατί όσο κι αν εμείς θέλουμε να τον διαθέσουμε, εκείνος στέκεται αρκετά κυνικός με τις σπατάλες μας, είναι η αλήθεια.
Όμως κι εσείς κύριοι εργοδότες, θυμηθείτε, η ζωή δεν είναι τόσο απαίσια χωρίς μερικά «φραγκοδίφραγκα» παραπάνω και χωρίς τόση επίδειξη δύναμης στους άλλους. Κάποιες φορές το να γίνεσαι ευαίσθητος, ευάλωτος ή αν μη τι άλλο ανθρώπινος, είναι πιο γεμάτο, πιστέψτε με – δηλώνω αρκετά σίγουρη γι’ αυτό.
Την πρώτη ιστορία εργασιακής τρέλας έστειλε στο Proson.gr η αναγνώστρια Ν. Φ.
Τις νέες ιστορίες μπορείτε να τις βρίσκετε κάθε Κυριακή στην αντίστοιχη στήλη: Ιστορίες εργασιακής τρέλας
Μπορείτε αν θέλετε να μας στείλετε και εσείς στο e-mail: [email protected], ιστορίες εργασιακής τρέλας που έχετε βιώσει για να τις δημοσιεύσουμε!