Η λέξη «ρεπό» είναι μια λέξη που την χρησιμοποιούμε αν όχι κάθε μέρα, σχεδόν κάθε μέρα. Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ τη σημασία της, καθώς και από που προέρχεται;
Στα γαλλικά, λοιπόν, «repos» σημαίνει «ακινησία, ανάπαυση». Η σημερινή λέξη «ρεπό» είναι αντιδάνειο από τη γαλλική λέξη repos. Ωστόσο η αρχική της ρίζα της είναι η αρχαία ελληνική λέξη «παῦσις».
Το ρήμα από το οποίο προέρχεται η λέξη (< reposer = αναπαύω, ησυχάζω) ετυμολογείται από το μεταγενέστερο λατινικό «repausο», ρήμα με ελληνικές ρίζες (< αχώριστο μόριο re- + ρ. pausο< λατ. ουσ. pausa < αρχ. παῦσις).
Σχηματικά, η ετυμολογία της αποτυπώνεται έτσι:
ρεπό < αντιδάνειο < γαλλική repos < λατινική, repausο (re- + pauso) < αρχαία ελληνική παῦσις
Σημασία της λέξης
- ανεπίσημη αργία, μη εργάσιμη μέρα (εκτός Κυριακής ή γιορτής): «Τη Δευτέρα έχω ρεπό»
- διάλειμμα, προσωρινή διακοπή εργασίας, για ανάπαυση: «μεσημεριανό ρεπό»