Η λέξη «λαμόγιο» χρησιμοποιείται από πολλούς καθημερινά, ξέρουμε όμως τι σημαίνει; Γνωρίζουμε ότι η λέξη συνδέεται με μια γυναίκα;
Λαμόγιο λοιπόν ήταν κυρίως ο αβανταδόρος, ο δήθεν παίκτης και συνεργάτης του παπατζή, που υποκρινόταν ότι παίζει για να προσελκύσει ευκολότερα τα θύματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για να περιγράψει τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον απατεώνα και τον υπόγειο τύπο, που χρησιμοποιεί ύπουλα, παράνομα ή ανήθικα μέσα για αποκτήσει χρήματα ή εξουσία.
Το λαμόγιο πότε κέρδιζε, δείχνοντας έτσι ότι ο παπατζής είναι κορόιδο και προσελκύοντας αυτούς που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και πότε έχανε, διαλέγοντας πάντα το λάθος φύλλο, ενώ ήταν πασιφανές ότι ο «παπάς» ήταν άλλος.
Με αυτόν τον τρόπο, τα υποψήφια θύματα που έβλεπαν τον παπά να είναι σε εμφανή θέση και το «λαμόγιο» να χάνει, έριχναν τα λεφτά τους με μεγάλη ευκολία στον «παπά» και φυσικά έχαναν, αφού συνήθως «παπάς» ήταν το τρίτο φύλλο.
Η ιταλική ετυμολογία και η σύνδεση με τη γυναίκα
Οι γνώμες για την ετυμολογία της λέξης διίστανται. Η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος).
Όταν κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε...), ότι δήθεν δηλαδή τον έψαχνε η γυναίκα του, έπαιρνε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του).
Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.
Με βάση μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, τον πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο μόγια, που σημαίνει λαδιά, απάτη, πονηριά, εξαπάτηση.
Το άρθρο la προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά, για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.