Αρκετοί άνθρωποι -έως ένας στους πέντε- που επιβίωσαν μετά από καρδιακή ανακοπή χάρη σε καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ), μπορούν να περιγράψουν στη συνέχεια επιθανάτιες εμπειρίες που τους συνέβησαν όσο είχαν χάσει τη συνείδησή τους και βρίσκονταν στο κατώφλι του θανάτου.
Αυτό αποκαλύπτει μια νέα επιστημονική πολυκεντρική κλινική μελέτη (AWARE II - AWAreness during REsuscitation) που πραγματοποιήθηκε σε ΗΠΑ και Βρετανία και παρουσιάστηκε την Κυριακή σε καρδιολογικό συνέδριο της American Heart Association στο Σικάγο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον κορυφαίο στον κόσμο ειδικό σε θέματα επιθανάτιων εμπειριών, τον εντατικολόγο δρ Σαμ Πάρνια, αναπληρωτή καθηγητή του Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και του ιατρικού κέντρου Langone Health, μελέτησαν τις περιπτώσεις 567 ανθρώπων των οποίων οι καρδιές σταμάτησαν να χτυπούν ενόσω νοσηλεύονταν σε 25 νοσοκομεία και οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ΚΑΡΠΑ μεταξύ 2017-2020. Παρά την άμεση επέμβαση, λιγότερο από το 10% των ασθενών ανέρρωσαν επαρκώς για να πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο.
Από αυτούς, περίπου το 20% είχαν να διηγηθούν αργότερα κάποιου είδους διαυγή επιθανάτια εμπειρία (near-death experience). Μεταξύ άλλων, ανέφεραν μια αντίληψη διαχωρισμού από το σώμα τους, την αποστασιοποιημένη παρατήρηση των συμβάντων στον εαυτό τους χωρίς να νιώθουν πόνο, μια θετικότερη εσωτερική αξιολόγηση της ζωής τους και της στάσης τους προς τους άλλους κ.α. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι αυτές οι εμπειρίες είναι διαφορετικές από ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις ή όνειρα.
Η μελέτη του εγκεφάλου επίσης έδειξε μια αυξημένη δραστηριότητα με εγκεφαλικά κύματα γάμα, δέλτα, θήτα, άλφα και βήτα έως μία ώρα μετά την εφαρμογή της τεχνικής ΚΑΡΠΑ. Ορισμένα από τα κύματα αυτά υπό φυσιολογικές συνθήκες συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι έχουν κανονική συνείδηση και επιτελούν ανώτερες νοητικές λειτουργίες όπως σκέψη, μνήμη και αντίληψη.
«Αυτές οι εμπειρίες και οι αλλαγές των εγκεφαλικών κυμάτων μπορεί να είναι τα πρώτα σημάδια της αποκαλούμενης επιθανάτιας εμπειρίας και τις ανιχνεύσαμε για πρώτη φορά σε μια μεγάλη μελέτη. Τα ευρήματα μας παρέχουν ενδείξεις ότι όσο βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου και σε κώμα, μερικοί άνθρωποι βιώνουν μια μοναδική εσωτερική συνειδητή εμπειρία, μεταξύ άλλων έχοντας επίγνωση χωρίς να νιώθουν άσχημα», δήλωσε ο δρ Πάρνια.
Πρόσθεσε ότι αυτή η διαυγής και έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα, μαζί με τις αφηγήσεις ιστοριών επιθανάτιων εμπειριών, δείχνει ότι η ανθρώπινη αίσθηση του εαυτού και της συνείδησης, όπως και άλλες βιολογικές σωματικές λειτουργίες, πιθανώς δεν σταματά τελείως κοντά στη στιγμή του θανάτου.
«Αυτές οι διαυγείς εμπειρίες δεν μπορούν να θεωρηθούν "τρικ" ενός διαταραγμένου ή θνήσκοντος εγκεφάλου, αλλά μάλλον μια μοναδική ανθρώπινη εμπειρία που αναδύεται στο κατώφλι του θανάτου. Καθώς ο εγκέφαλος "κλείνει", σταματούν και πολλά από τα φυσικά συστήματα αναστολής που διαθέτει. Αυτό παρέχει πρόσβαση στα βάθη της συνείδησης ενός ανθρώπου, μεταξύ άλλων στις αποθηκευμένες αναμνήσεις, σε σκέψεις από την πρώιμη παιδική ηλικία και σε άλλες όψεις της πραγματικότητας. Μολονότι κανένας δεν ξέρει τον εξελικτικό σκοπό αυτού του φαινομένου, ξεκάθαρα εγείρει προκλητικά ερωτήματα για την ανθρώπινη συνείδηση, ακόμη και κατά τον θάνατο», ανέφερε ο Πάρνια.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι αν και οι έως τώρα μελέτες δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν πλήρως την πραγματικότητα ή το νόημα τέτοιων εμπειριών των ασθενών και τους ισχυρισμούς τους για την ύπαρξη επίγνωσης σχετικά με τον θάνατο, έχει αποδειχθεί επίσης αδύνατο να καταρριφθούν αυτοί οι ισχυρισμοί και οι εμπειρίες. Γι' αυτό υπογράμμισαν την ανάγκη οι επιθανάτιες εμπειρίες να τύχουν περαιτέρω απροκατάληπτης έρευνας.