Το Proson.gr παρουσιάζει την πέμπτη «ιστορία εργασιακής τρέλας» που περιλαμβάνεται στη νέα εβδομαδιαία στήλη της ιστοσελίδας και στην οποία οι συντάκτες αλλά και οι αναγνώστες, μοιράζονται αυτό που περιγράφει ο τίτλος: Ιστορίες εργασιακής τρέλας!
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλά και των επιχειρήσεων / εταιρειών (όπου αναφέρονται) έχουν παραλλαχθεί για προφανείς λόγους, αλλά οι ιστορίες είναι... πέρα για πέρα αληθινές!
Ιστορία εργασιακής τρέλας Νο 5: «Εδώ, είμαστε όλοι μια οικογένεια…»
Γενικά με τις δουλειές μπορώ να πω πως είμαι λίγο άτυχη. Εντάξει, ίσως όχι τόσο άτυχη, απλά όπως έχει δείξει η ιστορία, δεν παίρνω και πολύ στα σοβαρά τα red flags που ανεμίζουν περήφανα πάνω από τα κεφάλια των μέχρι στιγμής εργοδοτών μου.
Είναι 2019 και ψάχνω μανιωδώς δουλειά, έχοντας μόλις αποχωρήσει από μία στην οποία μου έπιναν το αίμα. Οι λογαριασμοί τρέχουν και μαζί τους τρέχω κι εγώ, αλλά δε φτάνω πουθενά. Ευτυχώς μια ωραία πρωία του Οκτώβρη, πέφτει σύρμα από τη μητέρα μου πως μια φίλη φίλης της έχει ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, το οποίο αυτό το διάστημα αναζητά προσωπικό. Και μιας και υπάρχει το «κονέ», όλα κυλούν γρήγορα και το ίδιο βράδυ βρίσκομαι στο μαγαζί συνομιλώντας με την ιδιοκτήτρια για να εργαστώ ως σερβιτόρα.
Όλα ωραία όλα καλά. Δεν. Ξεκινάμε με το ισχυρότερο red flag στην ιστορία των εργοδοτικών red flags. «Εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια». Πραγματικά τώρα συνειδητοποιώ πως είναι η ισχυρότερη προειδοποίηση που μπορεί να σου δώσει ένας εργοδότης, σχετικά με το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά στα δικά μου αυτιά ακούγεται ως «θα έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις και θα σου ασκούμε διαρκώς πίεση και ψυχολογικό πόλεμο, όπως κάνουν ορισμένοι γονείς στα μικρά τους παιδιά, χωρίς να βρίσκεις ΠΟΤΕ το δίκιο σου». Ναι, έτσι ακριβώς έγινε.
Fast forward κάποιους μήνες μπροστά, αφού έχω πάρει το κολάι που λέμε στο δίσκο και η δουλειά βγαίνει σχετικά καλά. Φυσικά, αφού μιλάμε για εστίαση, είναι οριακά περιττό να πω πως φυσικά πληρωνόμουν «μαύρα», με κάποια ελάχιστα στην τράπεζα για τις ώρες που ήμουν δηλωμένη, σε περίπτωση ελέγχου.
Η ιδιοκτήτρια μου κάνει το βίο αβίωτο. Έχει φορτώσει πάνω μου όλα τα νεύρα της προσωπικής της ζωής, σε τέτοιο σημείο ώστε μη μου απευθύνει το λόγο ούτε για καλησπέρα, να απαιτεί μόνο από εμένα να γίνονται συγκεκριμένες δουλειές, να ωρύεται για πάρα πολύ σοβαρούς λόγους, όπως για παράδειγμα, γιατί βγάζοντας ένα έξτρα τραπέζι έξω – άκου να δεις – μεταφέρω λέει ΠΡΩΤΑ το τραπέζι και μετά τις καρέκλες, ενώ θα έπρεπε να γίνεται το αντίθετο για την εικόνα του μαγαζιού και πόσο άχρηστη είμαι τέλος πάντων που δεν το καταλαβαίνω; Σα δε ντρέπομαι! Μα που ακούστηκε;;; Να έχεις δουλειά και να μη σκέφτεσαι τόσο ανόητες λεπτομέρειες, ενώ καίγεται ο κ@@@ς σου και τρέχεις και δε φτάνεις να εξυπηρετήσεις τον κόσμο;
Φτάνουμε σε ένα σημείο που δεν έχω πληρωθεί τρεις μήνες από τα χρήματα που μπαίνουν στην τράπεζα. Να σημειώσω εδώ πως τα χρήματα αυτά έφευγαν όλα σε ενοίκιο και λογαριασμούς. Είχα μια μικρή μόνο βοήθεια από τη μητέρα μου ώστε να μπορώ να συμπληρώνω επαρκώς τα χρήματα του ενοικίου και να μου μένει κάτι προφανώς για να ζω. Τα χρήματα της δουλειάς μου δεν τα έκανα ποτά, δεν τα έκανα ρούχα, νύχια ή οποιαδήποτε καλοπέραση. Προσπαθούσα απλώς να σπουδάσω. Είχα μείνει πίσω, λοιπόν, στο νοίκι μου τρεις μήνες. Τρεις ολόκληρους μήνες. Είχα απελπιστεί, αλλά ακόμη και τότε, προσπαθούσα με όλη την καλή διάθεση και κατανόηση, να ζητώ τα χρήματα μου ευγενικά, για να παίρνω μόνο την απάντηση «το μαγαζί δεν πάει καλά».
Σε κουβέντα μου με τον υπεύθυνο και μπάρμαν του μαγαζιού, ο οποίος δήλωνε πολύ κοντά στο δίκαιο του εργάτη και πίστευα πως τουλάχιστον θα μου δώσει έναν ώμο να κλάψω, εξέφρασα πως δεν ξέρω τι να κάνω και πως χρειάζομαι άμεσα τα χρήματα μου γιατί θα με πετάξουν κυριολεκτικά έξω από το σπίτι μου. Ο τύπος μου επιτέθηκε λεκτικά με περίσσιο θράσος. «Όταν τα παίρνεις στο χέρι τα λεφτά σε κάθε βάρδια δε σε χαλάει όμως και κάθεσαι και γκρινιάζεις για τα λεφτά της τράπεζας». Έμεινα παγωτό. Λέω δεν παίζει να το άκουσα αυτό. Τσακωνόμαστε εκεί φυσικά, βγάζω μιλιά για πρώτη φορά και εξηγώ πως δεν έχω καμία υποχρέωση να ανέχομαι αυτό το πατρονάρισμα, επειδή διεκδικώ τα δεδουλευμένα μου. Στους -30 βαθμούς Κελσίου από εκείνη την ημέρα και έπειτα οι σχέσεις μας.
Φτάνει σιγά σιγά ο κόμπος στο χτένι. Κάθε βάρδια γίνεται μαρτύριο, μέχρι και που με έβαζαν σε άλλα πόστα που δεν ήταν δικά μου, για να «μου σπάσει ο τσαμπουκάς». Μέχρι που δε μου μιλούσε κανείς, όταν αρρώστησε μια συνάδελφος (σύνηθες φαινόμενο, θα έλεγε κάποιος «κακοπροαίρετος») κι εγώ εκείνη τη φορά δεν μπορούσα να την καλύψω, καθώς είχα υποχρεώσεις που έπρεπε να καλύψω στη σχολή. Μου το κρατούσαν όλοι μανιάτικο.
Μαζεύω τα κουράγια μου (κλαίω και λίγο για να πω την αλήθεια) και χτυπάω την πόρτα του γραφείου της. Εξηγώ όσο πιο ευγενικά μπορώ πως κάνω ό,τι μπορώ για να βγάζω σωστά τη δουλειά και πως νιώθω πως μου κόβονται τα φτερά όταν κάνω κάποιο λάθος, στα πλαίσια του αναμενόμενου και λογικού και πέφτουν να με φάνε σαν τα κοράκια. Οκ αυτό το τελευταίο δεν το είπα έτσι, αλλά πάντως πραγματικά προσπάθησα να κάνω μια ήρεμη συζήτηση. «Θα μου πεις εσύ εμένα πως να σου μιλάω;» μου απαντάει με θράσος! Ξέρω γω, ΝΑΙ;
Συνεχίζει λέγοντας πως εδώ είναι σοβαρό μαγαζί και πως να ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΩ να μην ξανακαλύψω βάρδια που υπάρχει ανάγκη. Εντάξει λέω, μου κάνουν φάρσα. Εξηγώ με μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, για έναν άνθρωπο που μόλις έχει ακούσει αυτές τις κουβένετες, πως δε μπορώ να υποσχεθώ τίποτα τέτοιο, καθώς τις ημέρες των ρεπό μου είμαι ελεύθερη να τις διαθέσω όπως εγώ θελήσω. Ανήκουστα πράγματα, έτσι; Πώς τολμάω να έχω ζωή έξω από τη δουλειά;
Ακολουθεί η πρώτη καραντίνα και ύστερα από δύο μήνες, με το τέλος του lockdown, αρχίζουν οι συζητήσεις για τις προετοιμασίες του μαγαζιού. Εγώ αποφασίζω πως δε θέλω να συμμετέχω άλλο σε αυτό το τσίρκο που αποκαλούσε επιχείρηση, όταν κατάλαβα πως ήθελε να μας κουβαλήσει όλους να καθαρίσουμε το μαγαζί χωρίς μεροκάματο, γιατί μια οικογένεια μωρέ δεν είμαστε; Ως εδώ. Υποβάλλω την παραίτησή μου. Δύο ημέρες αργότερα, ανακοινώνει με τη σειρά της πως τα οικονομικά δε βγαίνουν και πως το μαγαζί θα κλείσει εντελώς. Εκεί, μιας και θα απέλυε όλους τους υπόλοιπους, ζητάω να συμβεί και σε εμένα το ίδιο, ούτως ώστε να μπορέσω τουλάχιστον να μπω στο ταμείο ανεργίας. Ούτε εκεί ήθελε να με εξυπηρετήσει.
Για να μην τα πολυλογώ, δεν υπέγραψα ποτέ παραίτηση. Απαίτησα να με απολύσει γιατί, σε συνεννόηση με το λογιστή μου, δικαιούμουν επίδομα ανεργίας και η ίδια δε θα είχε κανένα νομικό πρόβλημα η οικονομική ζημιά στο να με απολύσει. Έγινε έξω φρενών. «Νομίζω», μου λέει, ήρθε η ώρα να ενημερωθεί η Βίκυ (το κονέ) για την όλη συμπεριφορά σου! Μην ξεχάσεις να ενημερώσεις και το λυκειάρχη μου στο σχολείο, της απαντάω… Μέχρι που έβαζε κόσμο να με καλεί στο τηλέφωνο για να με εκφοβίσει να παραιτηθώ, την είχε δει νονός νύχτας η τρελή! Κα αφού η ίδια της η φίλη (η Βίκυ, το κονέ) της τα έψαλε ένα χεράκι, δε με ξαναενόχλησε ποτέ και μου απέστειλε ταχυδρομικά την απόλυσή μου.
Ηθικό δίδαγμα: Πριν αλλάξετε μια σκ@@@@@α δουλειά, βεβαιωθείτε πρώτα πως η επόμενη δε θα είναι χειρότερη.
Τη σημερινή ιστορία εργασιακής τρέλας υπογράφει η συντάκτρια του Proson.gr, Νέμεσις Τσάμη.
Τις νέες ιστορίες μπορείτε να τις βρίσκετε κάθε Κυριακή στην αντίστοιχη στήλη: Ιστορίες εργασιακής τρέλας
Μπορείτε αν θέλετε να μας στείλετε και εσείς στο e-mail: [email protected], ιστορίες εργασιακής τρέλας που έχετε βιώσει για να τις δημοσιεύσουμε!