Με ένσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την συνταγματικότητα των διατάξεων που εισάγουν νέο πλαίσιο για την φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, ξεκίνησε η συζήτηση του φορολογικού νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής.
Στην αρχή της συνεδρίασης στην Ολομέλεια, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και τομεάρχης Οικονομικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκος Παππάς, ανακοίνωσε την ένσταση, επικαλούμενος τα συμπεράσματα και τους προβληματισμούς που περιλαμβάνονται στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου για το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου.
Ειδικότερα, η Επιστημονική Υπηρεσία επισημαίνει σε σχέση με την εισαγωγή νέου συστήματος τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα πως δεν συμβαδίζει με δύο αποφάσεις του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό «ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος».
H επιστημονική υπηρεσία χαρακτηρίζει «συνταγματικώς προβληματική» την επί της ουσίας εξομοίωση ελευθέρων επαγγελματιών και μισθωτών με τον κατώτατο μισθό μέσω τεκμαρτού σημειώνοντας πως παλαιότερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας επισημαίνουν την ουσιώδη διαφορά των δύο κατηγοριών.
«Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό «ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος» αναφέρεται χαρακτηριστικά για να προστεθεί σε άλλο σημείο «Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, παρίσταται, ενδεχομένως, προβληματική».
Ολόκληρη η ένσταση αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
«ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
(κατ’ άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής)
του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο: Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής
Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ως προς το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου.
Με το άρθρο 15 εισάγεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του ελάχιστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (εκτός του εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα) που αποκτούν φυσικά πρόσωπα (με την εξαίρεση των προσώπων που αποκτούν εισόδημα από έως και τρεις εργοδότες, και αυτών που παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 80%), συναρτώμενο καταρχήν προς το ετήσιο ποσό του νομοθετημένου μεικτού κατώτατου μισθού ή προς το ποσό που αντιστοιχεί στις μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από το υπόχρεο φυσικό πρόσωπο και έως 30.000 ευρώ.
Το ποσό αυτό προσαυξάνεται έως 30% αναλόγως του χρόνου έναρξης της επαγγελματικής δραστηριότητας του υποχρέου και, περαιτέρω, σε αυτό προστίθεται (α) ποσό ίσο με το 10% της ετήσιας δαπάνης μισθοδοσίας (και έως 15.000 ευρώ), και (β) ποσό που ανέρχεται σε 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υποχρέου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του συνόλου των επιχειρηματιών που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (βάσει του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας από την οποία ο υπόχρεος αντλεί τα υψηλότερα έσοδα). Το ως άνω προσδιοριζόμενο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ.
Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 15 αντίκειται στο άρθρο 4 παρ.1 και 5. του Συντάγματος στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), εν όψει, όχι μόνο της ουσιώδους διαφοράς των συνθηκών απασχολήσεως των εν λόγω δύο κατηγοριών προσώπων αλλά, προεχόντως, λόγω της ριζικής, επί συνταγματικού επιπέδου, διαφοράς του νομικού καθεστώτος υπό το οποίο οι μισθωτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους εν σχέσει προς τους μη μισθωτούς (αυτοαπασχολούμενους).
Οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό «ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος».
Πράγματι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποί ων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους.
Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού (άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει και ο φορολογικός νομοθέτης, παρέχοντας τη δυνατότητα μεταφοράς της σχετικής ζημίας και συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των επόμενων πέντε ετών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΦΕ). Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, προσκρούει στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος.
Αθήνα, 6/12/2023
Οι ενιστάμενοι Βουλευτές
Παππάς Νικόλαος
Γαβρήλος Γεώργιος
Ξανθόπουλος Θεόφιλος»