Με συντριπτική πλειοψηφία εγκρίθηκε χθες το βράδυ στην έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο η έκθεση της εξεταστικής επιτροπής για τη χρήση παράνομων λογισμικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (PEGA).
Παρά τις προσπάθειες των ευρωβουλευτών της Νέας Δημοκρατίας να υποβαθμίσουν τη σημασία των συμπερασμάτων, μην ψηφίζοντας το κεφάλαιο που αναφέρεται στην Ελλάδα, ήταν τόσο μεγάλη η υποστήριξη του πορίσματος, που οι ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος «φάνηκαν πολύ μόνοι», όπως χαρακτηριστικά μετέφερε στην «Εφ.Συν», αυτόπτης μάρτυρας της ψηφοφορίας.
Η έκθεση για την Ελλάδα είναι καταπέλτης για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Συνδέει δε ανοιχτά τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ με τη χρήση του Predator και παραπέμπει σε πρόσωπα και εταιρείες που, όπως καταγράφεται στην έκθεση, συνδέονται άμεσα με το γραφείο του Ελληνα πρωθυπουργού.
Μαζί με την έκθεση για την κατάσταση όπως διαπιστώθηκε, οι ευρωβουλευτές της PEGA υπερψήφισαν και τις συστάσεις για την Ελλάδα με μεγάλη υποστήριξη. Η θριαμβεύουσα της βραδιάς δεν είναι άλλη από την Ολλανδή ευρωβουλευτή της πολιτικής οικογένειας των Φιλελευθέρων, Σοφί ιντ’ Βελτ, την οποία ο ομοεθνής της, αλλά πολιτικός της αντίπαλος (ανήκει στο ΕΛΚ), επικεφαλής της επιτροπής, Γερούν Λέναερς, συνεχάρη για τη σκληρή και εμπεριστατωμένη δουλειά της.
«Με την παρούσα έκθεση, η δράση της PEGA τελειώνει, αλλά δεν θα σταματήσουμε να ασχολούμαστε με το θέμα μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη», είπε στην εισαγωγή της ψηφοφορίας η ίδια η Ιντ’ Βελτ.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι η χρήση παράνομων λογισμικών είναι παράνομη στην Ελλάδα, η έρευνα για την προέλευση των επιθέσεων spyware απέκτησε δυναμική μόλις το καλοκαίρι του 2022.
«Σύμφωνα με πληροφορίες, η πολιτική πλειοψηφία χρησιμοποιείται για την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων και όχι για το γενικό συμφέρον, ιδίως ο διορισμός συνεργατών και πιστών σε καίριες θέσεις όπως η ΕΥΠ, η ΕΑΔ (Εθνική Αρχή Διαφάνειας) και η Κρίκελ (Εταιρεία εξειδικευμένη στα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας). Ενώ το spyware, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβη παράλληλα ή μεταγενέστερα με νόμιμες υποκλοπές, χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής εξουσίας και ελέγχου στα χέρια της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας της χώρας», σημειώνει το πόρισμα-κόλαφος.
Η έκθεση καταγράφει λεπτομερώς την υπόθεση παρακολούθησης του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, του ευρωβουλευτή και πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη και του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστου Σπίρτζη, ενώ ονομαστικές αναφορές υπάρχουν και για τις παρακολουθήσεις του ευρωβουλευτή, Γιώργου Κύρτσου, των δημοσιογράφων Σταύρου Μαλιχούδη, Τάσου Τέλλογλου, Ελίζας Τριανταφύλλου και Θοδωρή Χονδρόγιαννου, ενώ εκτεταμένη είναι η αναφορά στην περίπτωση της πρώην υπεύθυνης ασφαλείας της ΜΕΤΑ, Α. Σίφορντ.
Εντυπωσιακή είναι η αναφορά σε κατάλογο των θυμάτων παρακολουθήσεων, φερόμενων ή επιβεβαιωμένων ώς τώρα, η οποία «μοιάζει με εντυπωσιακό ευρετήριο σημαντικών προσώπων από τους τομείς της πολιτικής, των επιχειρήσεων και των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα».
Πρόσωπα-κλειδιά
Εκτεταμένες είναι οι αναφορές για τον ρόλο και τη δράση των Δημητριάδη, Κοντολέοντος, Μπίτζιου και Λαβράνου. Πάντως οι ευρωβουλευτές αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει καταρχήν ένα αρκετά ισχυρό νομικό πλαίσιο.
«Ωστόσο, οι νομικές τροποποιήσεις έχουν αποδυναμώσει κρίσιμες διασφαλίσεις και οι πολιτικοί διορισμοί σε βασικές θέσεις αποτελούν εμπόδιο στον έλεγχο και στη λογοδοσία. Οι μηχανισμοί εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχου έχουν αποδυναμωθεί σκόπιμα και παρακάμπτεται η διαφάνεια και η λογοδοσία.
»Οι επικριτικοί δημοσιογράφοι ή αξιωματούχοι που καταπολεμούν τη διαφθορά και την απάτη αντιμετωπίζουν εκφοβισμό και παρεμπόδιση. Συνολικά, το σύστημα διασφαλίσεων και εποπτείας όσον αφορά την επιτήρηση είναι ανεπαρκές, για την προστασία των πολιτών από την κατάχρηση τόσο από κρατικούς φορείς όσο και από ιδιωτικούς φορείς... Επιπλέον, επικαλείται το πρόσχημα της “εθνικής ασφάλειας” ως δικαιολογία για τις υποκλοπές ατόμων», υπογραμμίζεται.
«Οι ισχυρισμοί για κατάχρηση της παρακολούθησης και χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά και να επιβληθούν κυρώσεις όπου χρειάζεται. Θα πρέπει να εγκατασταθούν όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να βελτιώσουν τη διαφάνεια και να εξασφαλίσουν την κατάλληλη δικαστική εποπτεία της χρήσης της παρακολούθησης.
»Η επίσκεψη επιβεβαίωσε επίσης ότι απαιτούνται σαφείς κανόνες για τον περιορισμό της χρήσης της εθνικής ασφάλειας ως λόγου επιτήρησης, τη διασφάλιση της κατάλληλης δικαστικής εποπτείας και τη διασφάλιση ενός υγιούς, πλουραλιστικού περιβάλλοντος για τα μέσα ενημέρωσης», τονίζεται.
Η PEGA καλεί την Ελλάδα να λάβει σειρά μέτρων, μεταξύ άλλων να αποκαταστήσει επειγόντως και να ενισχύσει τις θεσμικές και νομικές διασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένων αποτελεσματικών εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχων, καθώς και ανεξάρτητων μηχανισμών εποπτείας, να ανακαλέσει επειγόντως όλες τις άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν πλήρως με τον κανονισμό για τα είδη διπλής χρήσης και να διερευνήσει τις καταγγελίες για παράνομες εξαγωγές, μεταξύ άλλων στο Σουδάν, και να διασφαλίσει ότι οι Αρχές μπορούν να διερευνούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλες τις καταγγελίες για τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Επίσης, την καλεί να αποσύρει επειγόντως την τροπολογία 826/145 του νόμου 2472/1997, με την οποία καταργήθηκε η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους πολίτες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Να τροποποιήσει τον Ν. 5002/2022 προκειμένου να αποκατασταθεί το δικαίωμα των παρακολουθούμενων σε άμεση ενημέρωση, κατόπιν αιτήματός τους, μόλις ολοκληρωθεί η παρακολούθηση, καθώς και άλλες διατάξεις που αποδυναμώνουν τις διασφαλίσεις, τον έλεγχο και τη λογοδοσία.
Επίσης, να εξασφαλίσει ότι η ΑΔΑΕ μπορεί να δημιουργήσει ηλεκτρονικό αρχείο ώστε να μπορεί να εκτελεί το έργο της και φυσικά να αντιστρέψει τη νομοθετική τροποποίηση του 2019 που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού, να εξασφαλίσει συνταγματικές εγγυήσεις και να επιτρέψει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο στη λειτουργία της, χωρίς την επίκληση του απορρήτου των πληροφοριών.
Από τις συστάσεις δεν θα μπορούσε να λείπει η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ηγεσίας της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), αλλά και η αποχή από πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο του Ανώτατου Εισαγγελέα.