Ο πρώτος ισχυρός καύσωνας του καλοκαιριού είναι εδώ και αρκετοί είναι οι πολίτες που αποφεύγουν να εκτεθούν στις υψηλές θερμοκρασίες, αποζητώντας τη δροσιά του κλιματιστικού τους. Συγκεκριμένα, οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη για σωστή χρήση των κλιματιστικών κατά τη διάρκεια του καύσωνα, καθώς η μη επαρκής συντήρηση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των βακτηρίων λεγεωνέλλας μπορεί να αποτελέσουν πολύ σοβαρό κίνδυνο για την υγεία.
Ποια είναι η νόσος των λεγεωνάριων
Τόσο η ελλιπής, ή η κακή συντήρηση του κλιματιστικού, φέρνει συσσώρευση επικίνδυνων βακτηρίων στο εσωτερικό του, τα οποία μεταφέρονται στον αέρα που αναπνέει το άτομο. Η «νόσος των λεγεωνάριων» ή λεγεωνέλλωση είναι οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος που οφείλεται σε λοίμωξη από βακτήρια του γένους λεγεωνέλλα ή λεγιονέλλα (Legionella). Η μεταδίδεται μέσω της εισπνοής μικροσκοπικών σταγονιδίων νερού (αερολύματα/αεροζόλ) που περιέχουν τα βακτήρια Legionella.
Τα βακτήρια αυτά ζουν στο νερό και πολλαπλασιάζονται υπό κατάλληλες συνθήκες, παραδείγματος χάριν, στάσιμο νερό σε τεχνητά συστήματα νερού με θερμοκρασίες 20°C έως 50°C. Αερολύματα που περιέχουν Legionella μπορεί να δημιουργηθούν, από ορισμένα κλιματιστικά συστήματα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), η νόσος των λεγεωνάριων έχει θνησιμότητα περίπου 5–10%, δηλαδή περίπου 5 με 10 άτομα από τα 100 που θα νοσήσουν, θα έχουν μοιραία κατάληξη.
Πότε αποτελεί απειλή για την υγεία
Η ελλιπής ή κακή συντήρηση του κλιματιστικού, φέρνει συσσώρευση επικίνδυνων βακτηρίων στο εσωτερικό του, τα οποία μεταφέρονται στον αέρα που αναπνέει το άτομο. «Τα κλιματιστικά μετατρέπονται σε τόπο συσσώρευσης παθογόνων μικροοργανισμών από την αναπνοή και τον ιδρώτα των ανθρώπων. Τα βακτηρίδια αυτά επαναπροωθούνται με το ίδιο σύστημα κλιματισμού στον αέρα των χωρών διαβίωσης ή εργασίας. Ο κίνδυνος προσβολής των ατόμων, με προβληματικό κυρίως ανοσοποιητικό σύστημα, είναι μεγάλος. Τα πλέον επικίνδυνα για την επώαση τέτοιου είδους μικροβίων είναι τα γυάλινα κτίρια, όπου δεν υπάρχει ο κατάλληλος εξαερισμός και τα πάντα εξαρτώνται από το σύστημα κλιματισμού» αναφέρει ο χημικός μηχανικός και περιβαλλοντολόγος κ. Δ. Παπαϊωάννου.
Παράγοντες που διευκολύνουν την ανάπτυξη νόσου στον άνθρωπο είναι το κάπνισμα και η κατάχρηση αλκοόλ. Επίσης περισσότερο ευάλωτα είναι τα ανοσοκατασταλμένα άτομα και εκείνα που πάσχουν από χρόνια νοσήματα των πνευμόνων. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μπορεί να προσβάλλει οποιαδήποτε ηλικία.
Οταν μολύνει τον άνθρωπο, το βακτήριο μπαίνει μέσα στα μακροφάγα και τα επιθηλιακά κύτταρα του πνεύμονα και αναπαράγεται μέσα σ’ αυτά. Πάντως η ανίχνευση του συγκεκριμένου βακτηριδίου κρίνεται από τους επιστήμονες εξαιρετικά δυσχερής, ενώ θεωρείται υπεύθυνο για ένα ποσοστό της τάξης του 10%-15% των πνευμονιών.
Μια ήπια μορφή της νόσου των λεγεωνάριων, γνωστή ως πυρετός Pontiac, μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο και μυϊκούς πόνους. Ωστόσο, ο πυρετός τύπου Pontiac δεν μολύνει τους πνεύμονες σας και τα συμπτώματα συνήθως εξαφανίζονται μέσα σε δύο έως πέντε ημέρες.
Η νόσος των λεγεωνάριων: Τα ύποπτα συμπτώματα
Τα συμπτώματα της νόσου εκδηλώνονται συνήθως δύο έως δέκα μέρες μετά την έκθεση στο βακτήριο Λεγιονέλλα και είναι τα εξής:
- πονοκέφαλος
- μυϊκός πόνος
- ρίγη
- πυρετός 40°C ή και παραπάνω
Από τη δεύτερη ή τρίτη μέρα εκδηλώνεται επίσης:
- βήχας (με βλέννα/αίμα ή χωρίς)
- δύσπνοια
- πόνος στο στήθος
- ναυτία, τάση προς έμετο, διάρροια
- πνευματική σύγχυση
Ανάλογα δε με την έκταση της πνευμονίας αλλά και την συνύπαρξη ή όχι άλλων νοσημάτων, μπορεί να υπάρχει δύσπνοια ή και αναπνευστική ανεπάρκεια.
Η θεραπεία
Η νόσος των λεγεωναρίων αποτελεί το 1-8% των πνευμονιών . Σε περίπτωση έγκαιρης διάγνωσης, η πρόγνωση είναι άριστη. Η καθυστέρηση στην διάγνωση, η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων, επιβαρυντικών παραγόντων (κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ) ή η έκπτωση της άμυνας του οργανισμού (πχ. χρόνια λήψη κορτιζόνης, κλπ), καθιστούν δύσκολη την αντιμετώπιση της νόσου, είναιδυνατόν να επιμηκύνουν την νοσηλεία αλλά και τις επιπλοκές της νόσου και να αυξήσουν την θνησιμότητα η οποία μπορεί να φθάσει περίπου το 15%. Η διάρκεια της θεραπείας είναι περίπου 3 εβδομάδες. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της νόσου, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, επιταχύνει την ανάρρωση και αποτρέπει σοβαρές επιπλοκές, όπως η αναπνευστική ανεπάρκεια, το σηπτικό σοκ και η οξεία νεφρική ανεπάρκεια.