Πολλές είναι οι παράμετροι που μπορούν να παίξουν ρόλο στην έκβαση της νόσησης από κορονοϊό, μια νέα μελέτη αναδεικνύει μια απροσδόκητη ασπίδα προστασίας που φαίνεται ότι θωρακίζει τους κατοίκους της Ιαπωνίας από σοβαρή νόσηση.
Σύμφωνα με το ygeiamou.gr έχοντας ως εκκίνηση το γεγονός ότι η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου διατηρεί χαμηλό αριθμό θανάτων λόγω κορονοϊού παρά τα χιλιάδες κρούσματα, η Ana Valdes, Καθηγήτρια Μοριακής και Γενετικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, παρουσίασε τον ρόλο των βακτηρίων του μικροβιώματος του εντέρου που δρουν προστατευτικά στη σοβαρή νόσηση.
Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη μελέτη που επισημαίνει αυτή τη συσχέτιση, καθώς αντίστοιχα δεδομένα σχετικά με το μικροβίωμα του εντέρου και τη σοβαρότητα της νόσησης έχουν αναφερθεί και σε έρευνα από το Χονγκ Κονγκ και την Κίνα. Είναι όμως στη πραγματικότητα τόσο διαφορετικό το μικροβίωμα των Ιαπώνων; Η απάντηση είναι θετική, καθώς εκτός από τη διατροφή και τα γονίδια, η γεωγραφική θέση φαίνεται ότι είναι ακόμα ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τα βακτήρια του εντέρου, ακόμα και στην πορεία της λοίμωξης COVID-19.
Το μικροβίωμα του εντέρου θεωρείται σημαντικό διότι εμπλέκεται στη ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης. Η βαρύτερη νόσηση από κορονοϊό έχει συσχετιστεί με τα βακτήρια του εντέρου, καθώς οι νοσούντες παρουσιάζουν περισσότερα είδη βακτηρίων που εμπλέκονται στη διάσπαση και τη ζύμωση των σακχάρων. Η συσσώρευση αυτών των βακτηρίων παρατηρείται επίσης σε άτομα με υψηλά επίπεδα φλεγμονής και χαμηλά επίπεδα ανοσοποιητικών κυττάρων.
Ποιος είναι ο ρόλος των βακτηρίων
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, η υψηλή συγκέντρωση ενός συγκεκριμένου τύπου βακτηρίων που ονομάζεται Collinsella φαίνεται ότι θωρακίζει από την σοβαρή νόσηση με COVID-19. Σε άτομα από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ανάπτυξη της Collinsella έχει συνδεθεί με μια διατροφή χαμηλής πρόσληψης σε λαχανικά καθώς και με υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής.
Οι ερευνητές όμως κατέληξαν και στη διαπίστωση ότι: Τα άτομα που κινδυνεύουν λιγότερο από τη σοβαρή νόσηση φαίνεται πως είχαν υψηλά επίπεδα του δευτερογενούς χολικού οξέος ή αλλιώς ουρσοδεοξυχολικού οξέος.
Τα πρωτογενή χολικά οξέα παράγονται από το ήπαρ και έχουν ως αποστολή τη διάσπαση του λίπους. Αναρροφώνται όμως από τα βακτήρια του εντέρου και παράγουν τα δευτερογενή χολικά οξέα όπως το ουρσοδεοξυχολικό . Σε ορισμένους Ιάπωνες, φαίνεται ότι ο πληθυσμός Collinsella αφθονεί στον οργανισμό τους και η ωφέλιμη συνέπεια αυτής της αφθονίας είναι ότι τα συγκεκριμένα βακτήρια εμποδίζουν στην είσοδο του SARS-CoV-2 στα κύτταρα του οργανισμού αποτρέποντας έτσι τη λοίμωξη Covid-19.
Επιπλέον, το συγκεκριμένο χολικό οξύ φάνηκε ότι μειώνει τη φλεγμονή σε πειραματικά μοντέλα ποντικιών με τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης και βοηθά στην ταχύτερη ανάρρωση. Τα βακτήρια του εντέρου παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή αυτού του δευτερογενούς χολικού οξέος, αλλά τα επίπεδα του ουρσοδεοξυχολικού δεν εξαρτώνται πλήρως από τα βακτήρια του εντέρου. Τα επίπεδα του επηρεάζονται και από τα επίπεδα χολικών οξέων που παράγονται από το ήπαρ και ενδεχομένως από τη διατροφή. Σημείωνεται ότι το ουρσοδεοξυχολικό οξύ εκτός του ότι ανευρίσκεται φυσιολογικά στον άνθρωπο, χορηγείται και φαρμακευτικά με σκοπό τη διάλυση χοληστερινικών χολολίθων και τη συμπτωματική αντιμετώπιση χολοστατικών συνδρόμων.
Στο θετικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Ana Valdes με βάση τα στοιχεία της μελέτης είναι το γεγονός ότι το ουρσοδεοξυχολικό οξύ είναι μια ασφαλής δραστική ουσία για την αντιμετώπιση διαταραχών του ήπατος και χοληφόρων, το οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί στις χορηγούμενες φαρμακευτικές αγωγές για τους σοβαρά νοσούντες ασθενείς με Covid-19. Ωστόσο επισήμανε ότι απαιτούνται και περαιτέρω κλινικές μελέτες για την αποτελεσματικότητά του.