Προσγειώνονταν με στρατιωτικά ελικόπτερα όσο πιο κοντά ήταν δυνατό στο μέτωπο της φωτιάς, στα πιο δύσβατα σημεία, σε εκείνα που δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν τα οχήματα και τα πεζοπόρα τμήματα. Έσκαβαν αναχώματα, δημιουργούσαν εμπόδια στη φωτιά, καθάριζαν τη βλάστηση ώστε να μην μπορέσει η πυρκαγιά να επεκταθεί.
Οι δασοκομάντος της Δασικής Υπηρεσίας, οι οποίοι για περίπου μία τετραετία από το 1993 έως το 1997 προλάμβαναν την επέκταση ή συνέδραμαν στην κατάσβεση δεκάδων πυρκαγιών κάθε χρόνο πλησιάζοντάς τες με ελαφρύ εξοπλισμό -κάνοντας παράλληλα και διαχείριση της βλάστησης ώστε να ανακόψουν την ανάπτυξη της φωτιάς και τον κίνδυνο διαπλάτυνσης του μετώπου.
Δούλευαν απομονωμένοι από τις άλλες μονάδες μόνο με τα εργαλεία τους και με έναν επινώτιο πυροσβεστήρα που χωρούσε περί τα 20 λίτρα νερού ώστε να μπορούν να πεζοπορήσουν χωρίς βαρύ εξοπλισμό και να προσεγγίσουν τη φωτιά. Άλλωστε, συχνά -όπως σε μία περίπτωση στον Όλυμπο- είχε χρειαστεί να περπατήσουν 2 ώρες από το σημείο που τους άφησε το ελικόπτερο για να πλησιάσουν το μέτωπο.
Επικεφαλής των ομάδων που στην πλήρη ανάπτυξή τους αριθμούσαν περίπου 700 άτομα προερχόμενα κυρίως από τις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν δασολόγοι και δασοπόνοι, οι οποίοι είχαν λάβει ειδική εκπαίδευση.
Οι δασοκομάντος εκπαιδεύονταν σε μεθόδους καθυστέρησης των δασικών πυρκαγιών, αλλαγής της πορείας της, ήξεραν να «διαβάζουν» τον αέρα κρίνοντας προς τα που θα κινηθεί πιθανότατα η φωτιά, έσβηναν εστίες και βεβαίως κατείχαν γνώσης επιβίωσης στο δάσος.
Η κύρια βάση τους ήταν στην Πάχη των Μεγάρων, ενώ μικρότερες λειτουργούσαν στα Δωδεκάνησα, την Καβάλα και τη Χίο.
«Τελευταία φορά που δουλέψαμε μέσα στις δασικές πυρκαγιές ήταν το 1997»
«Η λογική ήταν να προλάβουμε τη φωτιά στα πρώτα λεπτά από την έναρξή της. Γι'αυτό και ήμαστε αερομεταφερόμενοι, κυρίως με Σινούκ. Στις ομάδες μας είχαμε ανθρώπους προερχόμενους από τις ειδικές δυνάμεις, καταδρομείς, κλπ», εξηγεί στο «Έθνος» η μία εκ των έξι γυναικών δασοκομάντος της εποχής και πρόεδρος του Συλλόγου Δασοπόνων σήμερα, Αντιγόνη Καραδόντα.
«Τελευταία φορά που δουλέψαμε μέσα στις δασικές πυρκαγιές ήταν το 1997 καθώς την επόμενη χρονιά, η αρμοδιότητα της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκε στην Πυροσβεστική. Εκείνη την εποχή κάποιοι δασικοί που είχαμε δουλέψει στις ομάδες των δασοκομάντος είχαμε κάνει αιτήσεις, αλλά δε μας προτίμησαν».
«Δεν κρύβω ότι την πρώτη φορά που βρέθηκα μέσα σε φωτιά, πανικοβλήθηκα. Είπα μέσα μου όμως ότι αυτή είναι η δουλειά σου και εκπαιδεύτηκες για να την κάνεις καλά. Το συναίσθημα που μας άφηνε κάθε φωτιά που προλαβαίναμε ήταν απερίγραπτο, η αίσθηση ότι τα βάλαμε με το θηρίο και νικήσαμε».
Τα νέα όμως δεν ήταν πάντα ευχάριστα. Το 1994 στην ιστορία των δασοκομάντος της Δασικής Υπηρεσίας γράφτηκε το πιο δυσάρεστο κεφάλαιο της δραστηριότητάς της. Στις 15 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς χάθηκαν για πάντα 7 δασοκομάντος από την 3η Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού, οι οποίοι μεταφέρονταν με ελικόπτερο στη βάση τους ύστερα από επιχείρηση κατάσβεσης φωτιάς. Λίγο έξω από το χωριό Τερψιθέα στη Δράμα, το ελικόπτερο έπεσε με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους δέκα άτομα, το τριμελές πλήρωμα και οι 7 δασοκομάντος.
Πώς δούλευαν οι δασοκομάντος
Οι δασοκομάντος είχαν οργανωθεί σε ομάδες των 20 ατόμων. Με το που ερχόταν σήμα για πυρκαγιά σε οποιοδήποτε δύσβατο σημείο της χώρας, επιβιβάζονταν στο ελικόπτερο και έφευγαν άμεσα. «Προσγειωνόμαστε στο σημείο και ο επικεφαλής είτε με φυσική παρουσία είτε με ασύρματο μας έδινε έναν τομέα να επιχειρήσουμε. Πρώτος έμπαινε μέσα για αναγνώριση ο επικεφαλής δασικός της ομάδας που αποφάσιζε πως θα αναπτυχθεί η ομάδα, από που θα προσβληθεί η φωτιά ανάλογα με τον αέρα. Αρχή μας ήταν ότι η δασική πυρκαγιά σβήνεται πίσω και πλάγια. Ποτέ από μπροστά. Το θερμικό φορτίο είναι τεράστιο, ο καπνός έντονος και ο κίνδυνος μεγάλος».
Ο τρόπος δράσης αποφασιζόταν σε συνάρτηση και με τη βλάστηση της περιοχής. Αυτός ήταν και ο λόγος, για τον οποίο η παρουσία των δασικών θεωρούνταν κρίσιμη και σωτήρια: «Ανάλογα με το είδος της φωτιάς, ανάλογα με το αν υπήρχαν πεύκα ή αείφυλλα, αποφασίζαμε πως θα δράσουμε με τα εργαλεία μας και τους επινώτιους πυροσβεστήρες, για τους οποίους συχνά είχαμε χλευαστεί. Δουλεύαμε τη φωτιά με αλυσοπρίονα, φτυάρια και τσάπες. Δημιουργούσαμε ζώνες, κόβαμε στα πλάγια τα δέντρα και τα ρίχναμε στα καμένα ώστε να μη δίνουμε «τροφή» στη φωτιά να απλώσει δεξιά και αριστερά, να βρίσκει χώμα», λέει η κυρία Καραδόντα.
Η μέθοδός τους ήταν να προσβάλουν συχνά τη φωτιά από πίσω δημιουργώντας ένα τρίγωνο και μετά τη διάνοιξη των ζωνών, άρχιζαν να δουλευουν τη φωτιά. Εφόσον την περιόριζαν και έπεφτε η έντασή της, εξασφάλιζαν τη ζώνη καμένου – άκαυτου και αν ακόμα κάπνιζε κάποια εστία έριχναν νερό με τον πυροσβεστήρα.
«Συχνά σκάβαμε το χώμα για να μην υπάρξει αναζωπύρωση. Για παράδειγμα, αν είχαμε πουρνάρια σκάβαμε γύρω γύρω διότι το πουρνάρι έχει το χαρακτηριστικό να καίγεται και υπόγεια και να μπορεί να σου φτάσει τη φωτιά στα 10 με 15 μέτρα».
Εναέρια μέσα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις - Οι πυρκαγιές σπανίως διαρκούσαν περισσότερο από 48 ώρες
Όπως επισημαίνει, εναέρια μέσα χρησιμοποιούσαν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εκείνη την εποχή και ακόμα και όταν υπήρχε συνδρομή από αεροπλάνα, οι δασοκομάντος και πάλι έμπαιναν στο πεδίο στη συνέχεια ώστε να κόψουν ρίζες και να διασφαλίσουν ότι δε θα υπάρξει κάποια αναζωπύρωση.
«Υπήρχαν βράδια που δεν κοιμόμασταν καθόλου. Άλλωστε είναι οι ώρες που πρέπει να επέμβεις στη φωτιά. Οι πυρκαγιές σπανίως διαρκούσαν περισσότερο από 48 ώρες», σημειώνει η κυρία Καραδόντα. Στην ερώτηση εάν είναι η κλιματική κρίση η αιτία των πολυήμερων πυρκαγιών που έχουμε σήμερα, απαντά πως «η ύπαρξη της κλιματικής κρίσης είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τα πάντα. Δεν είναι η αιτία που δε σβήνουν οι πυρκαγιές και παίρνουν τέτοια έκταση προκαλώντας τεράστιες καταστροφές και .απώλειες δάσους που με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν την κλιματική κρίση. Χωρίς να υπάρχει καμία αντιπαράθεση με τους πυροσβέστες που διακινδυνεύουν στα μέτωπα, είναι προφανές απ' αυτά που ζούμε ότι θα πρέπει να δούμε από την αρχή το ζήτημα της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών».
Συμπληρώνει πως για να σβήσει μια φωτιά δεν αρκεί μια μάνικα. Όσοι δουλεύουν σε αυτόν τον τομέα πρέπει να έχουν γνώσεις τοπογραφίας, μετεωρολογίας, οικολογίας, γεωλογίας, βλάστησης, να μπορούν να αναγνωρίζουν τα πετρώματα, να ξέρουν πόσο βραχώδης είναι μια περιοχή ώστε να υπολογίσουν την κλίση: «Οι δασικοί τα σπουδάζουμε όλα αυτά για χρόνια, αλλά έχουμε μείνει εκτός της προσπάθειας».
Ειδικά για τη φωτιά στον Έβρο, η κυρία Καραδόντα, η οποία στο παρελθόν έχει επιχειρήσει σε φωτιές από τη Μάνδρα και το Σέιχ Σου, μέχρι το Γύθειο, τη Σκύρο, την Κόνιτσα και τη Σάμο, εκτιμά ότι «πλέον δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί ένα τόσο μεγάλο μέτωπο και ότι θα χρειαστούν τεράστιες προσπάθειες για να περιοριστεί».
Πηγή: ethnos.gr
Διαβάστε επίσης: Ποια μέτρα στήριξης κλείδωσαν: Τι θα ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ και το «στοίχημα» της επενδυτικής βαθμίδας | Έθνος