Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 12 του ν. 3863/2010, και η οποία ισχύει από 15.7.2010, ορίζεται ότι, εφόσον δεν προβλέπεται από άλλη ειδική ρύθμιση διαφορετικά, για την συνταξιοδότηση επιζώντος συζύγου:
– Αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος του θανάτου του άλλου συζύγου επήλθε μετά τις 15.7.2010, θεσπίστηκε ως προϋπόθεση για την απονομή σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου κάθε ασφαλιστικού φορέα, συνεπώς και του τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, ο γάμος μεταξύ του επιζώντος και του θανόντος συζύγου να έχει τελεστεί τουλάχιστον 3 έτη πριν από την επέλευση του θανάτου, αν ο θανών ήταν εν ενεργεία ασφαλισμένος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου
– Αντί των 6 μηνών που όριζαν οι προ ισχύουσες διατάξεις της παρ. 7 άρθρο 28 Α.Ν. 1846/1951.
Η προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου δεν απαιτείται:
– αν ο θάνατος του αμέσως ασφαλισμένου οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη, ή
– αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος,
– αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο.
Ο θανών ήταν ήδη συνταξιούχος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου
Αν ο θανών ήταν ήδη συνταξιούχος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου, η ελάχιστη διάρκεια γάμου ορίζεται σε:
– τουλάχιστον 5 έτη
– αντί 24 μηνών που οριζόταν στην παρ. 7 άρ. 28 α.ν. 1846/1951.
Εξαιρείται η περίπτωση που κατά τη διάρκεια του γάμου
– γεννήθηκε,
– νομιμοποιήθηκε,
– αναγνωρίστηκε ή
– υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος,
– αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο.
Σύμφωνα με την απόφαση Α΄ 1036/2022, του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) η προαναφερθείσα πενταετής διάρκεια γάμου ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης του επιζώντος λόγω θανάτου του συζύγου του, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Καθότι με το σκεπτικό του δικαστηρίου:
– Η προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου αποσκοπεί στη διασφάλιση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των ασφαλιστικών φορέων και κατ’ επέκταση του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων τους από δαπάνες που συνδέονται με συντάξεις χορηγούμενες σε πρόσωπα που τελούν γάμο με μοναδικό σκοπό τη συνταξιοδότησή τους μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου τους κατά καταστρατήγηση του θεσμού της σύνταξης επιζώντος συζύγου.
– Η πενταετία ως ελάχιστη διάρκεια του γάμου αποτελεί πρόσφορο χρονικό περιορισμό για την αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων ή εν γένει γάμων με μοναδικό σκοπό τη μελλοντική συνταξιοδότηση, ο περιορισμός δε αυτός δεν είναι υπέρμετρος ούτε δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, ιδίως τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό γυναικών που εργάζονται εκτός οικίας αλλά και την αύξηση των διαζυγίων και κατ΄ επέκταση τη μείωση του αριθμού των γάμων που διατηρούνται δια βίου, η πενταετία αποτελεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να δημιουργηθεί και να παγιωθεί μία κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης των συζύγων και να διαμορφωθεί ένα οικογενειακό επίπεδο διαβίωσης που χρήζει κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης.
– Και δεδομένου ότι, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπονται εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης, στην περίπτωση κατά την οποία από μικρής διάρκειας έγγαμη συμβίωση αποκτώνται (είτε με γέννηση είτε με υιοθεσία) παιδιά.
– Εξάλλου, από καμία από τις συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να απονέμει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές λόγω θανάτου σε κάθε πρόσωπο, με το οποίο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος διατηρεί δεσμούς αγάπης και συντροφικότητας. Περαιτέρω, ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο κατά τη διαμόρφωση του εύρους της έμμεσης κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται μέσω των δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στα πρόσωπα που συνδέονται με τον αμέσως ασφαλισμένο, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και τους διαθέσιμους πόρους των φορέων αυτών.
Η επιλογή δε του νομοθέτη να απονείμει με το άρ. 12 του ν. 3863/2010, όπως άλλωστε και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου μόνο σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε τελέσει γάμο (ή είχε καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης κατ’ άρ. 16 ν. 4387/2016) και όχι σε κάθε πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη σχέσης με τα χαρακτηριστικά της ελεύθερης ένωσης με τον αποβιώσαντα δεν συνιστά αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος του συμβιούντος σε ελεύθερη ένωση ούτε υποβάθμιση αυτού.
Τούτο διότι οι τελούντες σε ελεύθερη ένωση έχουν επιλέξει μία μορφή κοινής ζωής, η οποία, σε αντίθεση προς τον θεσμό του γάμου, δεν διέπεται από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ούτε συνιστά δημοσίως διατυπωμένη δέσμευση για την ίδρυση μίας σχέσης με διάρκεια και την ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων διατροφής μεταξύ των συντρόφων και συμβολής στις ανάγκες ενός κοινού (συζυγικού – οικογενειακού) οίκου.