Τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία των εργαζόμενων στην Ελλάδα καταγράφει έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού η EY Ελλάδος, η Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάιο / Ιούνιο του 2021, την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο καθολικό lockdown και συμπληρώθηκε από 1.232 εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της χώρας, φέρνει στο φως ανησυχητικά ευρήματα για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην καθημερινότητα και στην ψυχική υγεία των Ελλήνων εργαζόμενων.
Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν εννέα μεταβλητές: άγχος, κατάθλιψη, σωματοποίηση, θυμός, μοναξιά, ποιότητα ζωής (wellbeing), εργασιακή ποιότητα ζωής, στάσεις απέναντι στην απομακρυσμένη εργασία και στάσεις απέναντι στην ψυχική υγεία. Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, 35% των συμμετεχόντων εργάζονταν εξ αποστάσεως, 30% διά ζώσης και 35% στο πλαίσιο ενός υβριδικού σχήματος εργασίας.
Η παρουσία παιδιών στην οικογένεια φαίνεται ότι μειώνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας
Αναλυτικότερα, η έρευνα κατέγραψε υψηλά ποσοστά για μια σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Έτσι, πάνω από το ένα τρίτο των εργαζόμενων που συμμετείχαν στην έρευνα αισθάνονται μελαγχολία (35%) και απαισιοδοξία για το μέλλον (35%), ή δηλώνουν ότι δεν έχουν όρεξη για τίποτε (34%). Αρκετά εκτεταμένα είναι και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος, με δυο στους τρεις (68%) να αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 40% να βρίσκονται σε υπερένταση και 18% να νιώθουν φόβο. Οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας έχουν οδηγήσει και σε εκδηλώσεις θυμού, καθώς 70% των ερωτώμενων αισθάνονται εκνευρισμό, 3 στους 10 έχουν ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα θυμού, και 2 στους 10 αναφέρουν ότι μπλέκουν συχνά σε λογομαχίες.
Αναμενόμενη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των lockdowns, ήταν και η ένταση του αισθήματος της μοναξιάς. Οι μισοί συμμετέχοντες δήλωσαν ότι αισθάνονται από λίγη έως πάρα πολλή μοναξιά, ενώ το 17% δηλώνουν ότι αισθάνονται απομονωμένοι, με τις γυναίκες και τους νέους να εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά μοναξιάς. Έντονα είναι και τα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή της έκφρασης των ψυχολογικών ή συναισθηματικών προβλημάτων ως σωματικά συμπτώματα, όπως ο πονοκέφαλος, το έντονο στρες και οι κρίσεις πανικού. Ενδεικτικά, ένας στους τρεις εργαζόμενους (35%) δηλώνει ότι εμφάνισε αδυναμία και ζαλάδα, 15% έχουν ναυτία ή στομαχικές διαταραχές, και 1 στους 10 παρατήρησε δυσκολία στην αναπνοή και πόνους στην καρδιά ή στο στήθος.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι συνθήκες της πανδημίας φαίνεται να έχουν επηρεάσει τους εργαζόμενους, ωστόσο, στις περισσότερες μεταβλητές, τα προβλήματα είναι εντονότερα στις γυναίκες, οι οποίες εμφανίζουν υψηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης και σωματοποίησης από τους άνδρες συμμετέχοντες, ενώ εμφανίζουν και χαμηλότερη τιμή ποιότητας ζωής. Το εύρημα αυτό πιθανώς συνδέεται με το ότι οι γυναίκες έχουν συχνά δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη για περισσότερες δραστηριότητες, πέραν της εργασίας τους. Ειδικά στην περίοδο των δύο lockdowns στην Ελλάδα, είναι βέβαιο ότι κλήθηκαν να ισορροπήσουν μεταξύ αντικρουόμενων προτεραιοτήτων, όπως η φροντίδα των παιδιών και οι οικιακές εργασίες, δουλεύοντας ταυτόχρονα, σε αρκετές περιπτώσεις, από το σπίτι.
Παρά τις έντονες αρχικές ανησυχίες για τις επιπτώσεις της πανδημίας στους μεγαλύτερους σε ηλικία, φαίνεται πως τελικά δείχνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τους νεότερους, οι οποίοι, στον αντίποδα, παρουσιάζουν υψηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και θυμού. Συγχρόνως, η παρουσία παιδιών στην οικογένεια φαίνεται ότι μειώνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας, καθώς οι εργαζόμενοι που έχουν παιδιά εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και μοναξιάς, ενώ εμφανίζουν και υψηλότερη ποιότητα ζωής. Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι τα προβλήματα, σε γενικές γραμμές, διαφαίνονται εντονότερα στους εργαζόμενους σε δημόσιους φορείς και σε όσους εργάζονται εξ αποστάσεως, ενώ τα στελέχη που κατέχουν διοικητικές θέσεις εμφανίζουν χαμηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και μοναξιάς από τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Οι ανατροπές στην καθημερινότητα έχουν επηρεάσει σημαντικά και την ποιότητα ζωής των εργαζόμενων. Έτσι, 40% δηλώνουν ότι δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν ή ότι πραγματικά δεν μπορούν να διαχειριστούν τα επίπεδα του στρες που έχουν, ενώ 27% πιστεύουν ότι έχουν επηρεαστεί αρνητικά́ οι διαπροσωπικές τους σχέσεις. Επιπρόσθετα, 3 στους 10 δηλώνουν ότι δε διατηρούν καμία αρμονία ή ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι 6 στους 10 δηλώνουν ότι φρόντισαν τον εαυτό́ τους στη διάρκεια των lockdowns, ωστόσο, μόνο 4 στους 10 σταματούν να σκέφτονται τη δουλειά́ όταν εκείνη σταματά και δημιουργούν χρόνο για ξεκούραση. Ταυτόχρονα, μόλις 4 στους 10 δηλώνουν ότι η ποιότητα του ύπνου τους είναι καλή.
Άλλαξε και η εργασιακή ποιότητα ζωής
Πιο σύνθετη είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά την εργασιακή ποιότητα ζωής. Μόλις 4 στους 10 στον ιδιωτικό τομέα και 1 στους 10 στον δημόσιο τομέα πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους φροντίζει για την ψυχική τους υγεία και ευεξία, ενώ, συνολικά, 39% δηλώνουν ότι ο οργανισμός τους υποστηρίζει τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν θέματα με την ψυχική́ τους υγεία (π.χ. άγχος, στρες).
Συγχρόνως, μόνο 36% των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα και 9% του δημοσίου, θεωρούν ότι ο οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους να μιλούν ανοιχτά́ για τα θέματα ψυχικής υγείας, ενώ λιγότεροι από τους μισούς (48%) γνωρίζουν πού πρέπει να απευθυνθούν για να λάβουν υποστήριξη μέσα στον οργανισμό́ τους, όταν αντιμετωπίζουν θέματα με την ψυχική́ τους ευεξία.
Τι ισχύει για την τηλεργασία
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η απομακρυσμένη εργασία έχει γίνει θετικά αποδεκτή από την πλειοψηφία των εργαζόμενων. Τρεις στους τέσσερις (76%) δηλώνουν αποτελεσματικοί ενώ εργάζονται από́ απόσταση και 78% αισθάνονται ασφάλεια εκτελώντας τον ρόλο τους εργαζόμενοι από απόσταση. Ωστόσο, λιγότεροι από τους μισούς (49%) αισθάνονται σιγουριά́ ότι μπορούν να εξελιχθούν στην καριέρα τους ενώ εργάζονται από́ απόσταση, και μόλις 48% έχουν καταφέρει να διατηρήσουν τη σωματική/ψυχική τους υγεία και ευεξία υπό αυτές τις συνθήκες.
Ποια είναι τα θετικά
Στα θετικά ευρήματα της έρευνας συγκαταλέγεται η αλλαγή της στάσης των εργαζόμενων απέναντι στην ψυχική υγεία. Για το 44% η ψυχική υγεία αποτελεί πλέον τη βασική τους προτεραιότητα. Δυο στους τρεις (63%) δηλώνουν ότι η πανδημία τους βοήθησε να νοιάζονται περισσότερο για την ψυχική υγεία, τόσο τη δική τους όσο και των άλλων, ενώ 65% δηλώνουν διατεθειμένοι να αναζητήσουν βοήθεια από ειδικό όταν αντιμετωπίζουν αυξημένο άγχος. Παράλληλα, 29% πιστεύουν ότι η πανδημία COVID-19 έχει βοηθήσει στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική́ υγεία.
Με τα δεδομένα αυτά, οι επιχειρήσεις έχουν ένα κρίσιμο ρόλο να παίξουν για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν την επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας. Μεταξύ των δράσεων που θα ήθελαν να δουν οι εργαζόμενοι περιλαμβάνονται εκπαιδεύσεις σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτό- φροντίδας (50%), η παρουσία ψυχολόγου στον χώρο εργασίας (31%), η ψυχολογική υποστήριξη τηλεφωνικά ή μέσω εφαρμογών (>20%) και η πολιτική απομακρυσμένης εργασίας, όπου αυτό είναι εφικτό, σε ποσοστό 30%. Ένας στους δυο εργαζόμενους (52%) θεωρούν, επίσης, σημαντική την καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου μέσα από νέους τρόπους εργασίας.