Ένας όμιλος επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση και οργάνωση κεφαλαίου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υφίστανται μεν περισσότερα αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αλλά να τελούν υπό τον έλεγχο μιας δεσπόζουσας εταιρείας και να συμμετέχουν σε ένα ενιαίο οικονομικό σύνολο. Μολονότι αποτελούν δηλαδή μια οικονομική ενότητα, εντούτοις είναι νομικά διασπασμένη.
Η διάρθρωση αυτή ενός ομίλου εταιρειών, δύναται να δημιουργήσει ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, που άπτονται του εργατικού δικαίου και κυρίως αφορούν σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες αν και ο μισθωτός έχει συνάψει σύμβαση εργασίας με μία εταιρεία του ομίλου, η εργασιακή του δύναμη αξιοποιείται από περισσότερες. Τίθεται εμποδών επομένως το ερμηνευτικό ζήτημα, αν ο όμιλος εταιρειών δύναται να θεωρηθεί ενιαίος εργοδότης ή αν οι επί μέρους εταιρείες συνιστούν τον κοινό εργοδότη. Αυτό ακριβώς απασχόλησε τον Άρειο Πάγο στην απόφασή του 10/2018, το περιεχόμενο της οποίας επιλύει με σαφήνεια το ερμηνευτικό ζήτημα.
Η έννοια του εργοδότη
Για την αποτελεσματικότερη κατανόηση του ζητήματος, αλλά και της λύσης που προκρίνει το δικαστήριο, είναι δέον να παρατεθεί ο νομολογιακά διαπλασμένος ορισμός του εργοδότη. Κατά την εννοιολογική διατύπωση λοιπόν της σύμβασης εργασίας, όπως αυτή συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ. και μέσω των δύο βασικών και κυρίων υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο στον εργοδότη και ο εργοδότης καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό. Γενικός νομοθετικός ορισμός της έννοιας του εργοδότη δεν υπάρχει.
Από το συνδυασμό όμως της διατάξεως του άρθρου 648 και των διατάξεων των άρθρων 651, 652 και 653 Α.Κ. προκύπτει ότι επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του.
Συνήθως - αλλά όχι πάντοτε - εργοδότης είναι ο κύριος της επιχειρήσεως προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Εάν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο εκείνο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία, αυτός δε είναι ο φορέας της επιχειρήσεως, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχειρήσεως (ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 873/2009).
Το πρόσωπο του εργοδότη σε όμιλο εταιρειών
Όπως και προκαταρκτικά επισημαίνεται, ο όμιλος εταιρειών αφορά σε μια επιχείρηση, η οποία είναι οργανωμένη κατά μη συγκεντρωτικό τρόπο σε κλάδους παραγωγής και άρα, περισσότερες διακριτές εκμεταλλεύσεις, με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια. Ουσιώδες συστατικό ενός ομίλου επιχειρήσεων συνιστά η δυνατότητα άσκησης ελέγχου από τη δεσπόζουσα (μητρική) εταιρεία στις θυγατρικές.
Ως προς το κρίσιμο ζήτημα που αφορά στο ποιος θα ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα σε περίπτωση εργαζόμενων σε περισσότερες εταιρείες του ίδιου ομίλου, έχουν εκφραστεί πλείστες απόψεις: Είναι δυνατό λοιπόν όλες οι επιχειρήσεις να θεωρηθούν εργοδότες, ευθυνόμενες εις ολόκληρο, είτε να αναγνωριστεί η ύπαρξη σχέσης εργασίας με περισσότερες επιμέρους εταιρείες, είτε να θεωρηθεί ως εργοδότης εκείνη η εταιρεία που πραγματικά αξιοποιεί την εργασία, ανεξάρτητα από το ποια τον προσέλαβε (ΑΠ 1261/2014).
Η απόφαση 10/2018 του Άρειου Πάγου
Το δικαστήριο δίνει απάντηση ανενδοίαστα, ακολουθώντας την παραδοσιακή αντίληψη. Ειδικότερα, κατά τον συλλογισμό του, όπως αυτός παρατίθεται, ο όμιλος εταιρειών κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτού (μισθοί, αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρείες ανεξαρτήτως του ποια εταιρεία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 650/1982).
Έτσι, επί ομίλου εταιρειών, που έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του μισθωτού καταρτίστηκε με μία από τις εταιρείες του ομίλου και η αξιοποίηση της εργασίας του γίνεται και από άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου, εργοδότης παραμένει η αντισυμβαλλόμενη του μισθωτού εταιρεία, η οποία ασκεί διευθυντικό έλεγχο επί της εργασίας του και ευθύνεται για την πληρωμή των πάσης φύσεως αποδοχών του (ΑΠ 1222/2003). Με απλά λόγια, ένας εργαζόμενος σε όμιλο επιχειρήσεων μπορεί να απασχολείται σε περισσότερες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, όμως εργοδότης του θα παραμένει η εταιρεία, με την οποία συμβλήθηκε κατά την πρόσληψή του.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, δεχόμενο πως στην υπό κρίση διαφορά που ήχθη ενώπιόν του, επρόκειτο πράγματι για «συνδεδεμένες» επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του ν. 2190/1920 και η δεύτερη ήταν θυγατρική της πρώτης, πλην όμως δεν υφίστατο στενή συγκεντρωτική δομή, ούτε αυστηρά εξουσιαστική σχέση και εξάρτηση με εξοβελισμό κάθε δυνατότητας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας της θυγατρικής από τη μητρική.
Η θυγατρική ασκούσε σύμφωνα με τον ειδικό και διακριτό σκοπό του καταστατικού της αυτοτελή εμπορική δραστηριότητα και δράση, συναλλασσόμενη στο όνομά της, για λογαριασμό της και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, έχοντας διακριτή διοίκηση και εκπροσώπηση, δική της οργανωτική δομή, επιχειρησιακό σχέδιο, εταιρική περιουσία, λογιστική, ταμιακή και γενικότερα οικονομική αυτοτέλεια, φέροντας η ίδια τις επιχειρηματικές δαπάνες και τον επιχειρηματικό κίνδυνο και ασκώντας η ίδια τις διευθυντικές εξουσίες και το διευθυντικό έλεγχο στο προσωπικό που απασχολούσε προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, επωφελούμενη αυτή από την εργασία τους και φέροντας αυτή τον εργοδοτικό κίνδυνο. Κριτήριο με λίγα λόγια συνιστά κατά την κρίση του δικαστηρίου η ύπαρξη ή μη ειδικότερων δεσμών της θυγατρικής με τη μητρική επιχείρηση.
Επομένως, τυπικά και ουσιαστικά άμεσος και πραγματικός εργοδότης των εναγόντων ήταν η θυγατρική εταιρεία, ενώ η μητρική δεν υπήρξε ούτε άμεσος, ούτε έμμεσος εργοδότης των εργαζομένων. Μόνη η άσκηση ελέγχου της πρώτης, ως μητρικής, επί της δεύτερης, ως θυγατρικής, δεν επαρκεί για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της τελευταίας, ούτε ασφαλώς η ύπαρξη κοινής έδρας, κοινού πελατολογίου, παρόμοιας επωνυμίας, στελέχωσης της θυγατρικής κυρίως από υπαλλήλους της μητρικής σε διευθυντικές θέσεις, κοινής ασφαλίσεως, κοινής εκπαιδεύσεως, καθόσον όλα αυτά επιβεβαιώνουν μόνο την πράγματι υφιστάμενη νομική και οικονομική σχέση που τη μητρική και θυγατρική του ίδιου ομίλου επιχείρηση αντίστοιχα και ουδόλως καταδεικνύουν στενή συγκεντρωτική δόμηση και αυστηρά εξουσιαστική εξάρτηση έως την πλήρη εξουδετέρωση κάθε δυνατότητας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας της τελευταίας.
Συνεπώς, το δικαστήριο ακολουθεί την παραδοσιακή αντίληψη, η οποία ωστόσο έχει επικριθεί από μερίδα της θεωρίας, διότι για να καθοριστεί το πρόσωπο του εργοδότη, εμμένει στην έννοια του «αντισυμβαλλόμενου» του εργαζομένου κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας. Αναζητά συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία κατά τη συνολική αξιολόγηση της υπό κρίση υπόθεσης να καταδείξουν έναν ειδικότερο δεσμό της θυγατρικής με τη δεσπόζουσα – μητρική εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση που δίνει το δικαστήριο είναι το δίχως άλλο σαφής, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως παρέλκει η παρέμβαση του νομοθέτη προς ρύθμιση του ζητήματος.
Ο Γραμμένος Ε. Ευστάθιος είναι Δικηγόρος Αθηνών – Εργατολόγος και επισκέπτης Καθηγητής στο μάθημα «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό «Διοίκηση Ανθρωπίνου Δυναμικού» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Taxheaven