Μία από τις πιο τρομακτικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ ήταν ο βομβαρδισμός του νοσοκομειακού συγκροτήματος του Βελιγραδίου, στο οποίο υπήρχε και μαιευτήριο. Οι γυναίκες που επέζησαν, θυμούνται τις φριχτές εικόνες εκείνης της νύχτας, οι οποίες θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη τους.
Τα μαχητικά αεροσκάφη του ΝΑΤΟ έθαψαν το διεθνές δίκαιο κάτω από τα ερείπια του νοσοκομείου «Dr. Dragisa Misovic» στο Βελιγράδι στις 20 Μαΐου του 1999, εξαπολύοντας τη στρατιωτική τους δύναμη εναντίον αβοήθητων ασθενών και εγκύων γυναικών.
Μετά την αποτυχία του αρχικού σχεδίου να «σπάσει» η αντίσταση του γιουγκοσλαβικού στρατού σε λίγες μέρες, το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε πολιτικούς στόχους στη Σερβία για σχεδόν τρεις μήνες.
Εγκαταστάσεις υποδομής, γέφυρες, δρόμους, εργοστάσια, μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμη και… νοσοκομεία και εκκλησίες.
Ως αποτέλεσμα εκείνων των αεροπορικών επιθέσεων, πολλοί αθώοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων, σκοτώθηκαν.
Ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Η κυβέρνηση της Σερβίας υπολογίζει ότι κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν 2.500 άνθρωποι, ενώ τραυματίστηκαν 12.500, μεταξύ των οποίων 2.700 παιδιά.
Μία από τις πιο τρομακτικές επιθέσεις ήταν ο βομβαρδισμός του νοσοκομειακού συγκροτήματος του Βελιγραδίου, όπου σκοτώθηκαν τρεις ασθενείς από το νευρολογικό τμήμα του νοσοκομείου και επτά στρατιώτες που υπηρετούσαν στην περιοχή του νοσοκομείου.
Μέσα στο συγκρότημα, υπήρχε και μαιευτήριο. Ήταν γεμάτο κόσμο, γυναίκες, οι οποίες περίμεναν να γεννήσουν, γυναίκες που μόλις γέννησαν και, βέβαια, νεογέννητα. Ευτυχώς, όλοι βγήκαν ζωντανοί.
Οι γυναίκες, όμως, που επέζησαν από τον βομβαρδισμό, ακόμα και τώρα, 20 χρόνια αργότερα, δεν μπορούν να ξεχάσουν εκείνη τη νύχτα.
Η νοσοκόμα Ρούζιτσα Ντίμιτς 23 χρόνια πριν, εργαζόταν στο νοσοκομείο «Dr. Dragisa Misovic». Στις 20 Μαΐου του 1999, νοσηλευόταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας του μαιευτηρίου έπειτα από καισαρική τομή.
Η Σάντρα Τραίλοβ ήταν έγκυος με δίδυμα και βρισκόταν στο μαιευτήριο για παρακολούθηση. Στις 00:50, όταν έγινε η έκρηξη, της είχαν βάλει ορό.
Και οι δύο γυναίκες ισχυρίζονται ότι οι φριχτές εικόνες εκείνης της νύχτας στο μαιευτικό τμήμα του νοσοκομείου του Βελιγραδίου, οι οποίες έμοιαζαν με σκηνές από τις ταινίες τρόμου, θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη τους.
Η Ρούζιτσα θυμάται, ότι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας της Σερβίας, εξοικειωμένοι πια με τις σειρήνες των αντιαεροπορικών συναγερμών και του τακτικού βομβαρδισμού, πίστευαν ότι τα νοσοκομεία πιθανότατα δεν θα βομβαρδιστούν και έτσι αισθάνονταν μέσα πολύ ασφαλείς. Μάταια όμως.
Μια βόμβα του ΝΑΤΟ που έπεσε στην περιοχή όπου βρισκόταν το νοσοκομείο κατέστρεψε το νευρολογικό τμήμα.
Η πανίσχυρη έκρηξη, το ωστικό κύμα και θραύσματα κατέστρεψαν και το γειτονικό κτίριο των Τμημάτων για τις πνευμονοπάθειες των παιδιών και τη φυματίωση. Το τμήμα Μαιευτικής-Γυναικολογίας βρισκόταν μόλις 20 μέτρα μακριά από το κατεστραμμένο κτίριο.
Η Ρουζίτσα, η οποία βρισκόταν στο κρεβάτι μετά την καισαρική τομή, μιλάει για όσα έζησε εκείνη τη νύχτα:
«Ακριβώς στις 12 ακούσαμε τον ήχο της πρώτης έκρηξης. Καταλάβαμε, ότι άρχισαν να βομβαρδίζουν το Βελιγράδι. Μετά από λίγη ώρα, οι ήχοι των εκρήξεων έγιναν πιο δυνατοί, οι βόμβες έπεφταν όλο και πιο κοντά. Οι γυναίκες, οι οποίες μόλις γέννησαν ήταν φοβισμένες. Το δάπεδο κάτω από τα κρεβάτια τους, οι τοίχοι και τα παράθυρα κουνιόντουσαν».
Η έγκυος Σάντρα δεν θυμάται πώς έβγαλε τον ορό από το χέρι, όταν τα θραύσματα από τα σπασμένα παράθυρα έπεσαν στο κεφάλι της, αλλά θυμάται καλά ότι τα πάντα ήταν καλυμμένα από τα γυαλιά.
«Οι νοσοκόμες είπαν σε όλους να κατεβούν στο υπόγειο. Μια από τις γυναίκες, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου, καθυστερούσε να γεννήσει. Στεκόταν πάνω στο κρεβάτι της και φώναζε ότι δεν καταλαβαίνει. Τι πρέπει να κάνει, δεν μπορούσε να βάλει τις παντόφλες της γιατί ήταν γεμάτες από τα θραύσματα γυαλιών. Την βοήθησα και της είπα να κάνει λίγο υπομονή και να μην γεννήσει τώρα».
Οι μνήμες της Ρουζίτσα είναι επίσης γεμάτες από φρίκη:
«Γύρισα πλευρό και σκεπάστηκα με μια κουβέρτα. Τα θραύσματα ήταν παντού: στα μαλλιά, στο κρεβάτι, παντού. Η γυναίκα από το διπλανό κρεβάτι είχε κόψει τη μύτη και τα χείλη της. Όταν έριξα μια ματιά στα τρία κρεβάτια με τις γυναίκες μετά τις εγχειρήσεις που βρίσκονταν απέναντι, είδα ότι θραύσματα, τσιμέντο, σκόνη έπεφταν πάνω τους. Και τότε έσβησαν τα φώτα. Και βρεθήκαμε στο πλήρες σκοτάδι. Πριν από αυτό ακούστηκαν οι στεναγμοί μιας γυναίκας που μόλις είχε εισαχθεί μετά την καισαρική. Αλλά ξαφνικά, χάθηκαν όλοι οι ήχοι. Ήταν σαν μια ταινία τρόμου».
Και οι δύο γυναίκες λένε ότι ο φόβος για τη ζωή τους δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το φόβο για τα παιδιά, και για εκείνα που είχαν ήδη γεννηθεί και για εκείνα που βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά.
«Ένα παιδί βρισκόταν εδώ και το άλλο στο σπίτι, και αναρωτιόμουν τι συμβαίνει εκεί… Αν βομβάρδισαν το νοσοκομείο σήμερα, ίσως έχουν ήδη βομβαρδίσει ολόκληρη την πόλη… Ήταν τρομακτικό», θυμάται η Ρουζίτσα.
Η Σάντρα λέει ότι περιμένοντας τη δεύτερη επιδρομή, το μόνο που έκανε ήταν να κρατάει την κοιλιά της και να προσεύχεται για να μην χάσει τα μικρά της. Λέει ότι η εγκυμοσύνη της δεν ήταν εύκολη έτσι κι αλλιώς και χωρίς τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, καθώς και ότι είχε ήδη αποβάλει μια φορά.
Σύμφωνα με τα λόγια της, η πιο έντονη ανάμνηση από εκείνη τη νύχτα, εκείνη που θα παραμένει στη μνήμη της για πάντα, ήταν η αιμόφυρτη νοσοκόμα, η οποία κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες στο υπόγειο με το «πολύτιμο φορτίο» στα χέρια της.
«Μια στιγμή, που θυμάμαι, και η οποία χαράχτηκε στη μνήμη μου, ήταν όταν είδα μια νοσοκόμα με μωρά στα χέρια της. Αρκετά μωρά, το ένα πάνω στο άλλο, κυριολεκτικά στριμωγμένα στα χέρια της και το αίμα έτρεχε από το μάγουλό της. Δεν ξέρω ποιανού ήταν το αίμα».
Κάποιες γυναίκες που μόλις είχαν γεννήσει, κάποιες εγκύους με προβλήματα, γυναίκες μετά τις εγχειρήσεις που δεν μπορούσαν να κινηθούν μόνες τους και γρήγορα. Χωρίς να περιμένουν κάποιον να τους σώσει, οι γιατροί και οι νοσοκόμες από όλο το νοσοκομείο έσπευσαν στο μαιευτήριο για να τις βοηθήσουν να κατέβουν κάτω.
Η Σάντρα Τραίλοβ το Σεπτέμβριο του 1999 γέννησε δύο υγιέστατα αγόρια, τον Λούκα και τον Αλέξα. Σήμερα, είναι ήδη 23 χρονών και γνωρίζουν πολύ καλά, από τις ιστορίες της μητέρας τους, τι είχε βιώσει και τι θαύμα ήταν ότι τους γέννησε μετά από αυτόν τον εφιάλτη.
«Ακόμα και τώρα δεν μου αρέσει ο ήχος του αεροπλάνου που πετάει, ούτε ο ήχος μίας σειρήνας. Νομίζω ότι το έχω από εκείνο τον καιρό. Δεν μπορώ να αντέξω καθόλου κάποιο θόρυβο. Κάθε φορά που πλησιάζει αυτή η ημερομηνία, όταν όλοι γύρω μου αρχίζουν να μιλάνε για αυτό, έρχονται στο μυαλό μου και πάλι οι τρομακτικές εικόνες. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το ξαναζήσω. Φοβάμαι πολύ. Ποια είναι η κατάσταση σήμερα. Βλέπω ότι κάποιοι για να επιτύχουν τους στόχους τους δεν φοβούνται να ξεκινήσουν έναν νέο πόλεμο», καταλήγει η Σάνδρα.