Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε τροπολογία για την κατάργηση αδιαφανών χρεώσεων και την προαγωγή της διαφάνειας στις τραπεζικές χρεώσεις και τα επιτόκια των δανείων.
Ειδικότερα, η τροπολογία του ΠΑΣΟΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, να μην χρεώνονται οι πολίτες με έξοδα λογαριασμούς καταθέσεων.
«Σε μία εξαιρετικά δυσχερή για τους καταναλωτές συγκυρία, οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τη θέση και την ισχύ τους, τον ανεπαρκή ανταγωνισμό αλλά και την ελλιπή εποπτεία όσον αφορά την προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών, δεν διστάζουν, είτε να επιδιώκουν την αύξηση περαιτέρω των περιθωρίων κέρδους τους, ακόμη και σε δανειακές συμβάσεις, είτε να κερδοσκοπούν και όσον αφορά τις προμήθειες, αυξάνοντας το ύψος τους ή ανακαλύπτοντας νέες αφορμές χρεώσεων σε βάρος καταναλωτών και επιχειρήσεων», αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.
Όπως τονίζει το ΠΑΣΟΚ, είναι απαράδεκτο οι τράπεζες:
- να χρεώνουν με έξοδα λογαριασμούς καταθέσεων όταν μέσα από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια εξασφαλίζουν τεράστια οφέλη αλλά και την κάλυψη κάθε λειτουργικού κόστους,
- να χρεώνουν ενέργειες που συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεων e-banking με τις οποίες εξοικονομούν μεγάλο λειτουργικό κόστος
- να χρεώνουν την έκδοση ή την επανέκδοση καρτών όταν αποβλέπουν στις τεράστιες προμήθειες που εισπράττουν από τη χρήση τους ως μέσο πληρωμής,
- να επιδιώκουν να εισπράττουν, πέραν των τόκων, πρόσθετες αμοιβές με διάφορα προσχήματα από συμβάσεις δανείων,
- να αξιώνουν 20, 30 ή και 50 ευρώ προκειμένου να χορηγήσουν στον δανειολήπτη ένα απλό αντίγραφο της σύμβασης δανείου του ή την εξέλιξη της αποπληρωμής του δανείου,
- να αξιώνουν, και μάλιστα, υπερβολικά ποσά για τη χορήγηση μίας βεβαίωσης ή την παροχή μίας ενημέρωσης, πράγματα που είναι υποχρέωσή τους στο πλαίσιο της σχέσης που υφίσταται,
- να χρεώνουν την αποπληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφέλειας όταν όλες οι τράπεζες συμμετέχουν και επωφελούνται από αυτή,
- να απαιτούν χρήματα από τον πελάτη προκειμένου να ακυρώσουν μία παράνομη συναλλαγή που αυτός έχει διαπιστώσει να έχει λάβει χώρα.
Με την τροπολογία απαγορεύονται ρητά και κατηγορηματικά χρεώσεις όπως οι παραπάνω.
Προκειμένου να ελέγχεται περαιτέρω και κάθε υφιστάμενη ή εμφανιζόμενη χρέωση ως προς τη σκοπιμότητά της και τη διαφάνεια, οι τράπεζες υποχρεούνται, με την πρόβλεψη των χρεώσεων, να διευκρινίζουν την αιτία της χρέωσης, δηλαδή αν αυτή αφορά αμοιβή τους για παροχή υπηρεσίας ή την κάλυψη λειτουργικής τους δαπάνης, και να αιτιολογούν το εύλογο ύψος της. Η απαίτηση αυτή προάγει τον ανταγωνισμό στις τραπεζικές υπηρεσίες, αποκαλύπτοντας και ελέγχοντας το θεμέλιο της χρέωσης, και αναμένεται να συνεισφέρει στην πρόληψη και καταστολή αδιαφανών και αυθαίρετων χρεώσεων, καθώς θα διευκολύνει, με τη δήλωση της αιτίας, τον έλεγχο της διαφάνειας και της καταχρηστικότητάς τους.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι τράπεζες χρεώνουν σήμερα ουσιαστικά υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στους καταναλωτές στο πλαίσιο της βασικής σύμβασης που τις συνδέει με αυτούς, για την εκπλήρωση των οποίων δεν δικαιολογείται να αξιώνουν οποιουδήποτε είδους αμοιβή ή έξοδα. Οι χρεώσεις, άλλωστε, διαμορφώνονται συχνά σε τέτοια ύψη που είναι φανερό ότι δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την κάλυψη οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους και αποβλέπουν απλά και μόνο στην εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής αδυναμίας και ανάγκης των καταναλωτών και στην κερδοσκοπία σε βάρος τους.
Εξάλλου, και στις περιπτώσεις που οι χρεώσεις αφορούν διατραπεζικές συναλλαγές, διαμορφώνονται σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα, σε σχέση με αυτές των άλλων χωρών, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα προβληματικές υπό το πρίσμα των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι καταναλωτές και οι μικρές επιχειρήσεις δικαιούνται τη συμμετοχή στα οφέλη από τη μείωση του λειτουργική και την εξάπλωση των συστημάτων πληρωμής. Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε τουλάχιστον ένα σύστημα ανέξοδης διεξαγωγής διατραπεζικών συναλλαγών, ώστε να καλύπτουν βασικές καθημερινές και πρακτικές ανάγκες, την άμεση διαμόρφωση και ολοκλήρωση του οποίου άμεσα προσδοκούν.
Τέλος, προβλέπεται η επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 13α ν. 2251/1994 για τους παραβάτες των προηγούμενων απαγορεύσεων. Ενόψει της σημασίας των εν λόγω παραβάσεων για το καταναλωτικό κοινό, προβλέπεται η υποχρέωση διεκπεραίωσης και αξιολόγησης των σχετικών καταγγελιών σε ορισμένο χρονικό διάστημα.