Διάχυτη είναι η δυσαρέσκεια του νομικού κόσμου και ειδικότερα των Συνταγματολόγων μετά το «φρένο» του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου στην ΑΔΑΕ για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Νομικά κενά και σκοπιμότητες εντοπίζουν κορυφαίοι Συνταγματολόγοι μιλώντας στο ethnos.gr.
Σε γνωμοδότησή του, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τοποθετείται σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο για το πότε επιτρέπεται να πληροφορείται η ΑΔΑΕ ή ενδιαφερόμενοι πολίτες για ενδεχόμενη παρακολούθησή τους από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας, κ.λπ. Η 19σέλιδη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου έρχεται έπειτα από αίτημα του ομίλου ΟΤΕ, που έγινε μετά την επίσκεψη κλιμακίου της ΑΔΑΕ προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρξε παρακολούθηση του Γιώργου Κύρτσου και του Τάσου Τέλογλου.
Κατ΄ ουσίαν δεν είναι γνωμοδότηση απαντά μέσω του ethnos.gr o Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Κώστας Χρυσόγονος. Όπως εξηγεί ο κ. Χρυσόγονος δεν υπάρχει η τυπική προϋπόθεση της εκδόσεως γνωμοδότησης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθώς δεν δικαιούνται να απευθύνουν ερωτήματα ιδιώτες όπως είναι ο όμιλος ΟΤΕ.
Από την πλευρά της, η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Λίνα Παπαδοπούλου υπογραμμίζει ότι η έκδοση της γνωμοδότησης του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού στην παρούσα συγκυρία, παρότι είναι μη δεσμευτική, εγείρει ερωτήματα σκοπιμότητας, ιδίως δε επειδή συνοδεύεται και από επισήμανση ποινικών συνεπειών, εν είδει φόβητρου προς πάσα κατεύθυνση.
Παράλληλα, όπως αναφέρει η κ. Παπαδοπούλου το περιεχόμενο και το πλαίσιο (content and context) των λόγων του κ. Εισαγγελέα συνιστά τόσο μια θεσμικά μετέωρη και νομικά έωλη απόπειρα αποτρεπτικής παρέμβασης στη λειτουργία μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής όσο και μια στρέβλωση της δικαιοπολιτικής συζήτησης σχετικά με τις επισυνδέσεις πολιτικών προσώπων, με την επιστράτευση του νομικού κύρους που ο θεσμός της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου δικαιωματικά κατέχει.
Την πεποίθηση ότι δεν θα γίνει ανεκτή η «αδιανόητη παρέμβαση Ντογιάκου στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ», με την οποία επιχειρείται η συγκάλυψη των παρακολουθήσεων εξέφρασε ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Πρόεδρος Δ.Σ. του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης, μίλωντας στο ethnos.gr.
Ολόκληρη η δήλωση του Κώστα Χρυσόγονου στο ethnos.gr
Το έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με χθεσινή ημερομηνία αν και τιτλοφορείται «Γνωμοδότηση Υπ. 1 του 2023» κατ΄ ουσίαν δεν είναι γνωμοδότηση διότι:
1. δεν υπάρχει ερώτημα από πρόσωπο που δικαιούται να απευθύνει ερωτήματα προς Eισαγγελέα και πολύ περισσότερο προς τον Εισαγγελέα το Αρείου Πάγου. Τα άρθρα 27 και 29 του νόμου 4938/2022 ορίζουν ποιοi δικαιούνται να απευθύνουν ερωτήματα και αυτοί είναι συμβολαιογράφοι, υποθηκοφύλακες, ανακριτικοί υπάλληλοι άλλοι Εισαγγελείς κλπ. Σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται ιδιώτες όπως είναι ο όμιλος ΟΤΕ ο οποίος φέρεται να απηύθυνε ερωτήματα προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Άρα δεν υπάρχει η τυπική προϋπόθεση της εκδόσεως γνωμοδότησης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία είναι υποβολή ερωτήματος από πρόσωπο το οποίο έχει αρμοδιότητα προς τούτο.
2. το ερώτημα το οποίο απηύθυνε ο όμιλος ΟΤΕ προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν παρατίθεται στην γνωμοδότηση και άρα δεν ξέρουμε τι ακριβώς ρωτήθηκε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έστω και από πρόσωπο αναρμόδιο να ερωτά όπως είναι ο όμιλος ΟΤΕ
3. το έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εν πάσει περίπτωση δεν περιέχει συγκεκριμένο συμπέρασμα. Παραθέτει διατάξεις του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου σχετικά με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και σκέψεις σχετικά με την ερμηνεία αυτών των διατάξεων χωρίς να καταλήγει σε συγκεκριμένο συμπέρασμα που να αναφέρεται σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα για τα οποία να έχει ερωτηθεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Ολόκληρη η δήλωση της κ. Παπαδοπούλου στο ethnos.gr
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ντογιάκος στη γνωμοδότησή του σημειώνει ότι η αρμοδιότητα της διαχείρισης αιτημάτων πολιτών που αφορούν τυχόν άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους ανήκει «πλέον» σε τριμελές όργανο, αποτελούμενο από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Το «πλέον» αναφέρεται στην ψήφιση του νέου Ν 5002/2022. Ωστόσο, ο νόμος αυτός δεν μπορεί να τροποποιήσει τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 Σ και ειδικότερα τη 2η παράγραφο αυτού που προβλέπει την ύπαρξη και λειτουργία της ΑΔΑΕ. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την ιεραρχία των κανόνων δικαίου και την τυπική υπεροχή του Συντάγματος.
Και ναι μεν έχει δίκαιο ο κ Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ότι το άρθρο 19 §2 δεν δίνει «λευκή επιταγή», αλλά προβλέπει την έκδοση εκτελεστικού νόμου, με τον οποίο να εξειδικευτεί η συνταγματική διάταξη. Πρόκειται για τον Ν 3115/2003, βάσει του οποίου η ΑΔΑΕ συστήνεται, συγκροτείται και επωμίζεται σειράς αρμοδιοτήτων (βλ ιδίως άρθρο 6 αυτού). Ο νέος Ν 5002/2022 δεν καταργεί τον συστατικό της ΑΔΑΕ Ν 3115/2003, ούτε και, συνεπώς, αφαιρεί κάποιες από τις εκεί προβλεπόμενες αρμοδιότητες της Αρχής. Δηλωμένος σκοπός του είναι (άρθρο 1) μεταξύ άλλων «α) η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος». Ο νέος νόμος, λοιπόν, εξειδικεύει την παρ. 1 του άρθρου 19, ενώ ο συστατικός της ΑΔΑΕ νόμος του 2003 είναι εκτελεστικός της παρ. 2 του άρθρου 19.
Η τυχόν αντισυνταγματικότητα του νέου νόμου, και ειδικότερα της διαδικασίας ενημέρωσης του θιγόμενου προσώπου μετά την παρέλευση τριετίας από την άρση του απορρήτου του, με κριτήριο τόσο το ελληνικό (τυπικό) Σύνταγμα όσο το ουσιαστικό, που συμπληρώνεται και από άλλες διεθνείς συμβάσεις και ιδίως την ΕΣΔΑ, μένει να κριθεί στο μέλλον. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως ο νόμος αυτός ούτε καταργεί αλλά ούτε και θα μπορούσε, με τρόπο που δεν θα αντέβαινε στο Σύνταγμα, να καταργήσει τον συστατικό της ΑΔΑΕ νόμο ή να αφαιρέσει από την Αρχή τόσες και τέτοιες ουσιαστικές αρμοδιότητες, προκειμένω να την καταστήσει ένα «πουκάμισο αδειανό», να της αφαιρέσει δηλαδή την ουσιαστική της αρμοδιότητα να «διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1» του άρθρου 19 Σ.
Από εκεί και πέρα, η έκδοση της Γνωμοδότησης του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού στην παρούσα συγκυρία, παρότι προφανώς μη δεσμευτική, εγείρει ερωτήματα σκοπιμότητας, ιδίως δε επειδή συνοδεύεται και από επισήμανση ποινικών συνεπειών, εν είδει φόβητρου προς πάσα κατεύθυνση. Το λιγότερο, ίσως, αλλά όχι ασήμαντη είναι μια ένσταση θεσμικής αισθητικής κατά ενός τέτοιου εκφοβισμού, που απευθύνεται πρωτίστως σε έναν πρώην συνάδελφο, τον ε.τ. Αντιπρόεδο του Συμβουλίου της Επικρατείας και νυν Πρόεδρο της Αρχής, Χρήστο Ράμμο, έναν κρατικό λειτουργό που έχει συστηματικά αποδείξει, με τη θεσμική του λειτουργία, ότι ενυλώνει όχι μόνον τη συνταγματική νομιμότητα αλλά και υψηλού ήθους προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον και μόνον. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το περιεχόμενο και το πλαίσιο (content and context) των λόγων του κ Εισαγγελέα συνιστά τόσο μια θεσμικά μετέωρη και νομικά έωλη απόπειρα αποτρεπτικής παρέμβασης στη λειτουργία μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής όσο και μια στρέβλωση της δικαιοπολιτικής συζήτησης σχετικά με τις επισυνδέσεις πολιτικών προσώπων, με την επιστράτευση του νομικού κύρους που ο θεσμός της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου δικαιωματικά κατέχει. Κύρος που, πρώτος απ’ όλους, ο φορέας αυτού του σημαντικού θεσμού καλείται να περιφρουρήσει.
Ολόκληρη η δήλωση Κοντιάδη
«Η σημερινή γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρεί να περιορίσει το ελεγκτικό έργο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, είναι νομικά αστήρικτη, παρερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία και το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στον ευνουχισμό της Αρχής, όπως δυστυχώς είχαμε προβλέψει ότι θα συμβεί πριν από λίγες μέρες. Ο νομικός κόσμος θα αντιταχθεί σθεναρά στην αδιανόητη παρέμβαση του εισαγγελέα στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ, με την οποία εκδηλώνεται άλλο ένα εγχείρημα συγκάλυψης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων».
Διαβάστε ακόμα στο ethnos.gr