Με φόντο την ολοένα και εντονότερη οικονομική πίεση που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΕΑΔ) απευθύνει επιστολή προς τον υπουργό Παιδείας, Κυριάκο Πιερρακάκη ζητώντας άμεση και ουσιαστική οικονομική αποκατάσταση του κλάδου.
Στην επιστολή, γίνεται εκτενής αναφορά στις πολυετείς μισθολογικές περικοπές, στις δυσκολίες κάλυψης βασικών αναγκών, αλλά και στον ρόλο των εκπαιδευτικών ως βασικών πυλώνων της δημόσιας εκπαίδευσης. Η ΠΕΑΔ ζητά αύξηση 15% στις αποδοχές των εκπαιδευτικών, τονίζοντας πως η αναπροσαρμογή των μισθών αποτελεί όχι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης, αλλά και βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Η επιστολή της ΠΕΑΔ
Ακολουθεί το η επιστολή της ΠΕΑΔ
«Η μακρόχρονη υποβάθμιση των μισθών των εκπαιδευτικών της χώρας μας έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση που πλέον αγγίζει τα όρια της επαγγελματικής και προσωπικής εξουθένωσης. Οι μειώσεις που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης – και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν το 30% του καθαρού εισοδήματος – δεν έχουν αποκατασταθεί έως σήμερα παρόλο που υποστηρίζεται ότι η χώρα έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης, με αποτέλεσμα οι αποδοχές των εκπαιδευτικών να παραμένουν καθηλωμένες σε επίπεδα ασύμβατα με τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής.
Οι μισθοί των Ελλήνων εκπαιδευτικών συγκαταλέγονται στους χαμηλότερους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που αναδεικνύει μια σοβαρή απόκλιση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές τόσο στην αρχή της σταδιοδρομίας τους όσο και στο μέγιστο μισθολογικό τους επίπεδο, σε σύγκριση με συναδέλφους τους σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ολλανδία. Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα τη δεκαετία του 2010 είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, με απώλειες που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν το 30%. Παρά τη σχετική σταθεροποίηση των τελευταίων ετών, οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι και δεν ανταποκρίνονται στο κόστος ζωής ούτε στην αξία του έργου που προσφέρουν οι εκπαιδευτικοί.
Το φαινόμενο επιτείνεται ακόμη περισσότερο από τις συνέπειες του διαρκούς πληθωρισμού και την εκτίναξη του κόστους ζωής. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αντεπεξέλθουν σε ενοίκια, μετακινήσεις, φόρους και καθημερινές δαπάνες, μόνο με έναν μισθό που πλέον, με τα δεδομένα της εποχής κρίνεται ως ανεπαρκής. Η πραγματικότητα αυτή τούς οδηγεί πολλές φορές στην αναζήτηση δεύτερης εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Μελέτες σε ευρωπαϊκές χώρες, δείχνουν πως οι εκπαιδευτικοί εργάζονται κατά μέσο όρο 45-50 ώρες/εβδομάδα, παρότι οι ώρες διδασκαλίας είναι 20-25. Έως 50% των εκπαιδευτικών στην χώρα μας, αναφέρουν υψηλά επίπεδα στρες σε καθημερινή βάση, καθώς αγωνιούν για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους, για έξοδα σίτισης, μετακίνησης και στέγασης τα οποία με δυσκολία μπορούν να καλυφθούν από τον μισθό τους και μόνο. Οι εκπαιδευτικοί, λοιπόν, εργάζονται πέραν των διδακτικών ωρών τους, έτσι ώστε να προσφέρουν τα μέγιστα στους μαθητές τους. Οι ώρες αυτές όμως, που απαιτούνται για προετοιμασία των μαθημάτων τους, για διορθώσεις γραπτών, για οργάνωση δημιουργικών δραστηριοτήτων και εφαρμογή νέων καινοτόμων μεθόδων, είναι αμισθί.
Η επένδυση στην εκπαίδευση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης και ουσιαστική χωρίς την ανάλογη μέριμνα για τους ανθρώπους που τη στελεχώνουν. Η αναβάθμιση του επαγγελματικού κύρους των εκπαιδευτικών, μέσω της ουσιαστικής βελτίωσης των μισθολογικών τους απολαβών, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων, την ποιοτική παροχή γνώσης και την εδραίωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της. Επίσης, το κίνητρο για διαρκή επιμόρφωση και καινοτομία αυξάνεται όταν οι αμοιβές θεωρούνται δίκαιες, όταν ο εκπαιδευτικός νιώθει ότι χαίρει εκτίμησης και αναγνώρισης ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, οι χαμηλές απολαβές ενισχύουν την ανασφάλεια και υποσκάπτουν το ηθικό τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί αναπληρωτές αδυνατούν να αποδεχθούν τοποθετήσεις σε απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές επειδή ο μισθός δεν καλύπτει τα βασικά έξοδα διαβίωσης. Αυτό έχει ως συνέπεια παρατεταμένα κενά σε βασικές ειδικότητες, τα οποία συνεπάγονται απώλεια διδακτικών ωρών για τους μαθητές και αναστάτωση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει την ανάγκη άμεσης και ουσιαστικής οικονομικής αποκατάστασης των εκπαιδευτικών. Η αναπροσαρμογή των μισθών δεν είναι απλώς θέμα δικαιοσύνης, είναι η ελάχιστη αναγνώριση που οφείλουμε ως κοινωνία στο λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Σας καλούμε να προχωρήσετε άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες για την επαναφορά των αμοιβών των εκπαιδευτικών σε αξιοπρεπή επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξημένες απαιτήσεις, τις κοινωνικές συνθήκες και την καθοριστική συμβολή τους στην παιδεία και το μέλλον του τόπου. Ζητάμε: Αύξηση 15% στους μισθούς των εκπαιδευτικών ανάλογα με το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει ο καθένας».