Η ετήσια έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2024 της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρνει στο φως μια σκληρή αλήθεια: Η ελληνική εκπαίδευση βρίσκεται σε κρίση. Παρά τη θετική εξέλιξη της μείωσης της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, η ποιότητα της διδασκαλίας και των μαθησιακών αποτελεσμάτων φαίνεται να καταρρέει.
Τα στοιχεία της έκθεσης είναι ξεκάθαρα. Η Ελλάδα έχει και λιγότερους μαθητές, αλλά και λιγότερη γνώση. Αν δεν υπάρξει άμεσος σχεδιασμός με επένδυση στη διδασκαλία, στήριξη των μαθητών και εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, το κόστος δεν θα είναι μόνο εκπαιδευτικό, αλλά και κοινωνικό και οικονομικό. Γιατί μια χώρα που δεν μορφώνει σωστά τους νέους της, υπονομεύει το ίδιο της το μέλλον.
Μαθητές που δυσκολεύονται στα βασικά
Τα στοιχεία της διεθνούς έρευνας PISA του ΟΟΣΑ είναι αποκαλυπτικά. Η Ελλάδα καταγράφει ανησυχητική αύξηση του ποσοστού μαθητών με χαμηλές επιδόσεις σε βασικά γνωστικά αντικείμενα:
Μάθημα | 2013 | 2023 |
Κατανόηση Κειμένου | 22,60% | 37,60% |
Μαθηματικά | 35,70% | 47,20% |
Φυσικές Επιστήμες | 25,50% | 37,30% |
Με άλλα λόγια, σχεδόν 1 στους 2 μαθητές έχει σοβαρές ελλείψεις στα Μαθηματικά, ενώ πάνω από 1 στους 3 δεν μπορεί να κατανοήσει επαρκώς ένα κείμενο. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Μαθητές που αποφοιτούν χωρίς να έχουν τα απαραίτητα εφόδια για την αγορά εργασίας ή την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Στο περιθώριο η Επαγγελματική Εκπαίδευση - Κοινωνικές ανισότητες και εκπαιδευτικοί σε αδιέξοδο
Αν και το ποσοστό ολοκλήρωσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχει αυξηθεί, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι μαθητές αποκτούν τις γνώσεις που απαιτούνται. Το φαινόμενο της «τυπικής επιτυχίας»—όπου οι τίτλοι σπουδών απονέμονται, αλλά οι πραγματικές δεξιότητες λείπουν—είναι πλέον μια ανησυχητική πραγματικότητα.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η μαθητεία θεωρείται θεμέλιο της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα, όμως, το 2023, μόλις το 35,4% των αποφοίτων επωφελήθηκαν από προγράμματα μαθητείας, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι σχεδόν διπλάσιος (64,5%). Παράλληλα, η συμμετοχή των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση είναι μόλις 15,1%, πολύ χαμηλότερη από το 39,5% της ΕΕ.
Αν και το υπουργείο προσφάτως ενίσχυσε τον αριθμό των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής, η επιτυχής ενσωμάτωση παραμένει προκλητική. Η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών παραμένει υψηλή, ενώ οι εκπαιδευτικές καλούνται να διδάξουν σε υποστελεχωμένες, γερασμένες δομές.
Οι κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς. Το υψηλό ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόδοσεις μεταξύ των προνομιουχών μαθητών και η δυσκολία των μειονεκτούντων μαθητών να ανταποκριθούν στις βασικές γνώσεις δημιουργούν ένα αβεβαίωτο κενό στην κοινωνική κινητικότητα. Η σχολική αποτυχία δεν είναι απλώς ατομικό ζήτημα – μας αφορά όλους και αντικατοπτρίζει τις ελλιπείς πολιτικές και την απουσία οργανωμένου σχεδιασμού.
Επιμένει το bullying στα ελληνικά σχολεία
Το φαινόμενο του εκφοβισμού στα ελληνικά σχολεία εξακολουθεί να αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση, με σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχολογία και στις επιδόσεις των μαθητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία, σχεδόν ένας στους τέσσερις μαθητές (23,5%) δηλώνει ότι έχει υποστεί bullying τουλάχιστον μερικές φορές τον μήνα. Το ποσοστό αυτό δεν επηρεάζεται από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών, γεγονός που υποδηλώνει ότι το bullying δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ανισοτήτων, αλλά μιας βαθύτερης παθογένειας στο σχολικό περιβάλλον.
Οι μαθητές που γίνονται συστηματικά στόχος εκφοβισμού εμφανίζουν χαμηλότερες επιδόσεις στα μαθηματικά – η διαφορά στη βαθμολογία τους μπορεί να φτάσει και τις 21 μονάδες. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την απουσία δομημένων παρεμβάσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου, καθώς πολλά σχολεία δεν διαθέτουν επαρκή υποστήριξη σε επίπεδο ψυχολόγων ή κοινωνικών λειτουργών. Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες μαθητές αναφέρουν υψηλό αίσθημα του ανήκειν στο σχολείο (78,2%), αυτό δεν φαίνεται να τους προστατεύει από τις αρνητικές επιπτώσεις του bullying.
Είναι σαφές πως η πολιτεία οφείλει να λάβει πιο στοχευμένα μέτρα, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα για την πρόληψη του εκφοβισμού, ενίσχυση της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στα σχολεία και αυστηρότερη εφαρμογή των πρωτοκόλλων αντιμετώπισης περιστατικών βίας.
Ιδιωτικά πανεπιστήμια: Η αρχή του τέλους για τη δημόσια εκπαίδευση
Η απόφαση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα από το ακαδημαϊκό έτος 2025-2026 δεν αποτελεί μια «εκσυγχρονιστική» τομή, αλλά μια επικίνδυνη στροφή που απειλεί να υπονομεύσει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Παρά τις διακηρύξεις περί βελτίωσης του εκπαιδευτικού τοπίου, η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση ανοίγει την πόρτα σε ένα σύστημα όπου η πρόσβαση στη γνώση θα καθορίζεται αποκλειστικά από την οικονομική δυνατότητα των φοιτητών και των οικογενειών τους.
Η Ελλάδα, με ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης, επιχειρεί τώρα να μιμηθεί μοντέλα χωρών όπου η παιδεία έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα. Οι υποστηρικτές των ιδιωτικών πανεπιστημίων επικαλούνται το επιχείρημα ότι η νέα αυτή πραγματικότητα θα ανακόψει τη «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain). Ωστόσο, κανείς δεν εξηγεί πώς θα συμβεί αυτό, όταν τα δημόσια πανεπιστήμια, που εκπαιδεύουν την πλειονότητα των επιστημόνων, παραμένουν χρόνια τώρα υποχρηματοδοτούμενα και εγκαταλελειμμένα. Αντί να ενισχυθούν, θα βρεθούν αντιμέτωπα με ένα άνισο ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου τα ιδιωτικά ιδρύματα θα προσελκύουν τους καλύτερους καθηγητές, τους πιο εύπορους φοιτητές και, φυσικά, όλα τα προνόμια της αγοράς.
Ας μην έχουμε αυταπάτες: τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν έρχονται για να προσφέρουν «άλλες επιλογές», αλλά για να εγκαθιδρύσουν ένα ακραία ταξικό σύστημα. Οι οικονομικά ισχυροί θα έχουν πρόσβαση σε υποδομές, προγράμματα σπουδών και διασυνδέσεις με την αγορά εργασίας που οι υπόλοιποι δεν θα μπορούν ούτε να φανταστούν. Τα δημόσια πανεπιστήμια, χωρίς επαρκή κρατική στήριξη, θα μετατραπούν σε δεύτερης κατηγορίας ιδρύματα, όπου η υποβάθμιση θα θεωρείται δεδομένη και η κοινωνική κινητικότητα θα περιορίζεται όλο και περισσότερο.
Ακόμη και η πολυδιαφημισμένη εποπτεία των νέων ιδιωτικών ιδρυμάτων από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι αμφίβολη. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτοί οι έλεγχοι θα είναι αυστηροί και αδιάβλητοι; Το πιο πιθανό είναι ότι θα οδηγηθούμε σε ένα καθεστώς «πανεπιστημίων-επιχειρήσεων», όπου το κέρδος θα καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική και όχι η ακαδημαϊκή ποιότητα.
Η παιδεία δεν μπορεί να είναι προνόμιο των λίγων. Η λύση για τη διαρροή επιστημόνων και τη βελτίωση της ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι η ιδιωτικοποίηση, αλλά η γενναία ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Όλα τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, που βλέπουν την εκπαίδευση ως μια ακόμη πηγή κέρδους.
Μια γενιά που φεύγει – και δεν επιστρέφει
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η μετακίνηση των αποφοίτων στο εξωτερικό αγγίζει το 12%, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν καταφέρνει να κρατήσει τους φοιτητές από το να εγκαταλείψουν τη χώρα, δημιουργώντας ένα νέο brain drain, που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό μας μέλλον.
Χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, επένδυση στην εκπαίδευση και σοβαρός αλλαγές στη διδασκαλία, η ελληνική εκπαίδευση θα συνεχίσει να καταρρέει, παρασύροντας μαζί της όχι μόνο τους μαθητές αλλά και ολόκληρη την κοινωνία.