Η λέξη «κραδαίνω» που προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά δεν είναι τόσο διαδεδομένη στην καθημερινή μας επικοινωνία, για αυτό και αρκετοί ενδεχομένως δεν γνωρίζουν τη σημασία της λέξης.
Η σημασία της
«Κραδαίνω» σημαίνει ότι κρατάω στο χέρι και κουνάω απειλητικά κάποιο πράγμα (υποθετικά ως όπλο το οποίο είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω εναντίον του στόχου μου).
Παράδειγμα: «Κραδαίνοντας το πιστόλι, ζήτησε το πορτοφόλι του θύματος».
Συγγενικές λέξεις του ρήματος (και περισσότερο γνωστές) είναι:
- ακράδαντα,
- ακράδαντος,
- ακραδάντως,
- κραδασμός,
- κραδασμικός / κραδαστικός.
Μείνετε συντονισμένοι στο Proson.gr για να μαθαίνετε τα «περίεργα» και ενδιαφέροντα των ελληνικών λέξεων.