Οι διοικήσεις των συστηματικών τραπεζών πρόκειται να δώσουν αυτήν την εβδομάδα το «πράσινο φως» για τις πρώτες μικρές αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων, δίνοντας μια πρώτη δυνατή απάντηση στην κριτική που δέχτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, αναφορικά με τη μονόπλευρη στρατηγική που υιοθετούν σε ό,τι αφορά στην επιτοκιακή τους πολιτική.
Σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, η αύξηση των επιτοκίων θα αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις που διατηρούν στις τράπεζες, τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις και θα εφαρμοστούν οριζόντια, ακόμη και για μικρές καταθέσεις με αυξήσεις που θα κλιμακώνονται ανάλογα με το ποσό και τη διάρκεια.
Το στίγμα που δόθηκε στους αναλυτές
Οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών ανέλυσαν στους διεθνείς αναλυτές την στρατηγική που θα υιοθετήσουν στο μέτωπο των επιτοκίων καταθέσεων με αφορμή τις ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων για το εννεάμηνο της τρέχουσας χρήσης. Με βάση τις ενημερώσεις εφεξής αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ άνω των 100 ποσοστιαίων μονάδων, θα περάσει σε ποσοστό από 60% έως 80% στους καταθέτες, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό θα δουν τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις να αυξάνονται κατά 0,80% - 1%.
Το «σύνθημα» για την αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων έδωσε πριν από λίγες ημέρες η διοίκηση της Eurobank στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αναλυτών για τα αποτελέσματα του 9μήνου, εκτιμώντας ότι σταδιακά οι τράπεζες θα περάσουν το 60% -70% της αύξησης του euribor στα επιτόκια καταθέσεων των πελατών τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες η τάση αυτή θα αρχίσει να αποτυπώνεται άμεσα με τις πρώτες αυξήσεις να ανακοινώνονται από την τρέχουσας εβδομάδας και σταδιακά θα κλιμακωθούν έως τα τέλη του χρόνου και τις αρχές του 2023, προεξοφλώντας την περαιτέρω άνοδο του euribor, που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα ξεπεράσει το 3% στα τέλη του 2023 και θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται από τα τέλη του 2024.
Σημειώνεται ότι το θέμα του πότε και σε ποιο βαθμό θα περάσουν οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ στις καταθέσεις, είναι μείζονος σημασίας τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους αναλυτές καθώς θα κρίνει το ύψος των καθαρών εσόδων από τόκους που θα παρουσιάσουν το 2023 οι τράπεζες και κατ’ επέκταση της κερδοφορίας.
Αρνητικά επιτόκια
Η άφθονη και φθηνή ρευστότητα που διοχέτευσε η ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια στις ελληνικές τράπεζες, είχε σαν αποτέλεσμα να υποχωρήσουν τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, συμπαρασύροντας τις αποδόσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις σε ιστορικά χαμηλά της τάξης του 0,10%.
Αποτέλεσμα είναι τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων που διατηρούν σήμερα επιχειρήσεις και νοικοκυριά στις τράπεζες να είναι εξαιρετικά χαμηλά. Έτσι τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις είχαν εξομοιωθεί με αυτά των λογαριασμών ταμιευτηρίου, αφού οι καταθέτες δεν είχαν κανένα όφελος να κρατούν τα χρήματά τους σε κλειστούς λογαριασμούς.
Για τον λόγο αυτό από τα 138,8 δισ. ευρώ των καταθέσεων που έχουν τα νοικοκυριά στις τράπεζες μόλις τα 23,9 δισ. ευρώ είναι σε προθεσμιακούς λογαριασμούς όταν π.χ. το 2019 η αναλογία καταθέσεων ταμιευτηρίου και προθεσμιακών ήταν 1 προς 1. Ανάλογη είναι η εικόνα και στις καταθέσεις των επιχειρήσεων που ανέρχονται σε 46,7 δισ. ευρώ και από τις οποίες τα 40,3 δισ. ευρώ είναι καταθέσεις μιας μέρας, δηλαδή σε λογαριασμούς όψεως.
Αυστηρή κριτική
Με τα επιτόκια της ΕΚΤ να έχουν αυξηθεί από τον Ιούλιο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και την αύξηση στο κόστος του χρήματος να έχει περάσει μόνο στα δάνεια, οι τράπεζες έχουν αποφύγει μέχρι στιγμής να προβούν σε ουσιαστικές αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων. Τις προηγούμενες ημέρες και μετά την αυστηρή κριτική που δέχθηκαν από την κυβέρνηση, προκειμένου να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων, οι τράπεζες προχώρησαν σε μικρές αυξήσεις έως 0,10%. Πρόκειται για αυξήσεις συμβολικού χαρακτήρα, οι οποίες έγιναν στοχευμένα και εσωτερικά με βάση το δελτίο επιτοκίων της εκάστοτε τράπεζας και όχι μέσω επίσημων ανακοινώσεων.
Η μεγάλη καθυστέρηση των ελληνικών τραπεζών να ανταποκριθούν στην άνοδο των επιτοκίων, όχι μόνο στο σκέλος των χορηγήσεων, αλλά και στο σκέλος των καταθέσεων, είναι αποτέλεσμα ενός παράδοξου που βιώνει για πρώτη φορά μετά την πολυετή κρίση το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και το διαφοροποιεί επίσης από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Πρόκειται για την μεγάλη δυσαναλογία στο μείγμα καταθέσεων – χορηγήσεων των τραπεζών, με τις πρώτες να είναι ουσιαστικά διπλάσιες από τα δάνεια.