Τη σταθεροποίηση της οικονομικής ενίσχυσης των 250 ευρώ για περίπου 1,5 εκατομμύριο πολίτες ανακοίνωσε η κυβέρνηση, στο πλαίσιο των νέων μέτρων στήριξης που βασίζονται στο υπερπλεόνασμα του 2024.
Όπως εξήγησε σε δηλώσεις του στην ΕΡΤ ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Οικονομικών, Όμηρος Τσαπάλος, πρόκειται για μόνιμη παροχή προς χαμηλοσυνταξιούχους, ανασφάλιστους υπερήλικες και άτομα με αναπηρία.
Η ενίσχυση των 250 ευρώ θα καταβάλλεται κάθε χρόνο στα τέλη Νοεμβρίου, επιπλέον από τις υφιστάμενες παροχές, και θα είναι αφορολόγητη. Το μέτρο αφορά πολίτες που πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.
Σύμφωνα με τον κ. Τσαπάλο, το βοήθημα θα καταβληθεί και στα δύο μέλη μιας οικογένειας, δηλαδή στους συζύγους, εφόσον και οι δύο πληρούν τις προϋποθέσεις.
Ποιοι θα λάβουν τα 250 ευρώ
Η ρύθμιση αφορά:
- Συνταξιούχους άνω των 65 ετών
- Ανασφάλιστους υπερήλικες
- Άτομα με αναπηρία που λαμβάνουν επίδομα αναπηρίας από τον ΟΠΕΚΑ ή τον ΕΦΚΑ
Για να είναι κάποιος δικαιούχος, θα πρέπει:
- Εάν είναι άγαμος, να έχει ετήσιο εισόδημα έως 14.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία έως 200.000 ευρώ
- Εάν είναι έγγαμος, το συνολικό οικογενειακό εισόδημα να μην ξεπερνά τις 26.000 ευρώ και η περιουσία τις 300.000 ευρώ
Τέλος στις έκτακτες εφάπαξ παροχές
Το συνολικό κόστος της ενίσχυσης εκτιμάται στα 360 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ το ποσό που θα διατεθεί για τη στήριξη των συνταξιούχων ανέρχεται στα 250 εκατ. ευρώ. Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ, ο αριθμός των ωφελούμενων φτάνει τους 1.157.000 συνταξιούχους, ενώ μαζί με τους υπόλοιπους δικαιούχους ο συνολικός αριθμός ξεπερνά το 1,44 εκατομμύριο πολίτες.
Αναφορικά με τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης για ενδεχόμενη αύξηση των ενοικίων λόγω των μέτρων, ο κ. Τσαπάλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και δεν αποκλείονται διορθωτικές παρεμβάσεις μέσω της Βουλής.
Η σταθερή ενίσχυση των 250 ευρώ αντικαθιστά τις έκτακτες εφάπαξ παροχές του παρελθόντος, σηματοδοτώντας τη στροφή της κυβέρνησης σε μόνιμα μέτρα, σε συνάρτηση με τη δημοσιονομική δυνατότητα που δημιουργείται από το υπερπλεόνασμα 4,8%, όπως αυτό καταγράφηκε από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat.