Η εξέλιξη του ενεργειακού ζητήματος, μετά την πρόσφατη υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου -παρά την επιβολή πλαφόν στις πωλήσεις ρωσικού αργού από τη Δύση- και τη σχετική σταθεροποίηση της τιμής του φυσικού αερίου, καθώς και αν αυτές οι τάσεις θα συνεχιστούν ή είναι προσωρινές αποτέλεσαν τα θέματα της εκπομπής του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ελλάδα και τον Κόσμο».
Καλεσμένος για την εξέτασή τους ήταν ο Δρ. Χαράλαμπος Έλληνας, πρώην επικεφαλής του ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τώρα σύμβουλος εταιρειών για τους υδρογονάνθρακες στην ΝΑ Μεσόγειο.
Τις τελευταίες μέρες συνεχίζεται η «ελεύθερη πτώση» στις τιμές του πετρελαίου, με αποτέλεσμα τόσο το μπρεντ όσο και το αμερικανικό αργό να φτάσουν στα επίπεδα του περσινού Δεκεμβρίου. Όπως προκύπτει, το πλαφόν που επέβαλαν η Ε.Ε. και οι χώρες της G7 στο ρωσικό αργό για πωλήσεις σε τρίτους –σε συνδυασμό και με το εμπάργκο αγορών από τις ίδιες- δεν προκάλεσε -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- άνοδο στην τιμή του «μαύρου χρυσού».
Επιπλέον, ο OΠΕΚ και ο ΟPEK+ τους προηγούμενους μήνες είχαν προχωρήσει σε μειώσεις της παραγωγής, αντί της αύξησης που ζητούσαν οι δυτικές χώρες και ιδίως οι ΗΠΑ. Eνα μέρος, τουλάχιστον, των προαναφερόμενων μειώσεων ωφελεί τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, καθώς οι τελικές τιμές βενζίνης, πετρελαίου κίνησης, θέρμανσης κλπ. έχουν πέσει, αν και όχι στα επίπεδα του περσινού Δεκεμβρίου. Πως εξηγείται αυτή η κατάσταση και αναμένεται να διαρκέσει;
Στόχος των μέτρων του G7, που υιοθέτησε και η ΕΕ, είναι η μείωση των κερδών της Ρωσίας, ώστε να περιοριστούν οι πόροι της για χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και να μην μειωθούν οι εξαγωγές της σε σημείο που να επηρεαστεί αισθητά η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου. Επ’ αυτού να σημειωθεί πως η Ρωσία παράγει περίπου το 10% του πετρελαίου παγκοσμίως, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εξάγεται. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen, αν και αρχιτέκτων του πλαφόν, είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι είναι κατά του πλήρους μποϊκοτάζ του ρωσικού πετρελαίου. Το ερώτημα, όμως, είναι αν μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα αυτό το σχήμα και για πόσο.
Απ΄την άλλη, οι απειλές της Ρωσίας προς την ΕΕ, ότι επιβάλλοντας πλαφόν στη τιμή του ρωσικού πετρελαίου θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή της ασφάλεια και παραβαίνει τους νόμους της αγοράς, δεν έχουν μέχρι στιγμής κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Το ρωσικό αργό, που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Αγίας Πετρούπολης μετά την εφαρμογή των μέτρων έπεσε στο επίπεδο των 57 δολαρίων ανά βαρέλι, δηλαδή 3 δολάρια χαμηλότερα από το πλαφόν που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση η επίβλεψη του εμπάργκο και του πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο και ιδιαίτερα του ντίζελ θεωρείται δύσκολη υπόθεση, καθώς οι Αρχές τουλάχιστον στην Ευρώπη δεν διαθέτουν εργαλεία για τον εντοπισμό της προέλευσης των καυσίμων, όταν έχουν προηγηθεί μεταφορτώσεις. Πηγές της αγοράς επισημαίνουν ότι η προέλευση του αργού δεν μπορεί να εντοπιστεί μετά τη διύλιση και ανάμειξή κι αυτό καθιστά πιθανό το σενάριο ποσότητες ρωσικού ντίζελ να παραδοθούν σε χώρες όπως η Τουρκία και η Ινδία, και αυτές να το εξάγουν.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες από ναυτιλιακές πηγές, η Ρωσία τους τελευταίους μήνες έχει αγοράσει η ίδια ή μέσω τρίτων περίπου 110 παλιά δεξαμενόπλοια, που θα ασφαλίσει η ίδια και μέσω των οποίων θα κάνει τη διανομή μέρους του εξαγόμενου πετρελαίου της. Ωστόσο, για το σύνολο των εξαγωγών της απαιτούνται περίπου 240 δεξαμενόπλοια, όπως υπολογίζεται.
Κατόπιν όλων αυτών, τι να περιμένουμε μεσομακροπρόθεσμα σε σχέση με τις τιμές του μαύρου χρυσού; Όπως εκτιμούν αναλυτές, οι τιμές θα παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις μέχρις ότου η αγορά αποκωδικοποιήσει την πολιτική που θα ακολουθήσει ο ΟΠΕΚ+ αλλά και τις πλήρεις συνέπειες του εμπάργκο της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο, στο πλαίσιο των κυρώσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αρκετοί αναλυτές προβλέπουν ότι στην αγορά θα επικρατούν αβεβαιότητες και θα βλέπουμε μεγάλα «σκαμπανεβάσματα» στις τιμές. Αναφερόμενη στο 2023, π.χ. η Bank of America (BofA) αναμένει πως το Brent θα κινηθεί σε μέσο όρο στα 100 δολάρια το βαρέλι. Όπως σημειώνει, οι τιμές του Brent αυξήθηκαν σταθερά το 2022 καθώς η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε από την Covid-19, κατά μέσο όρο στα 101 δολ./βαρέλι. Το χαμηλό όριο του εύρους ήταν 78 δολάρια/βαρέλι τον Ιανουάριο και η τιμή του πετρελαίου κορυφώθηκε στα 128 δολάρια/βαρέλι στις αρχές Μαρτίου, καθώς η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Ενώ η αρχική πρόβλεψη της BofA ήταν για αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου κατά 3,6 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα ετησίως το 2022, οι υψηλότερες τιμές ενέργειας, οι περιορισμένες προμήθειες και η βραδύτερη αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ μείωσαν τον τρέχοντα ρυθμό σε μόλις 1,9 εκατ. b/d. Το 2023, μια ύφεση θα μπορούσε να παρασύρει περαιτέρω τη ζήτηση και τις τιμές χαμηλότερα, αλλά το βασικό της σενάριο για την ανάπτυξη της ζήτησης είναι 1,55 εκατ. βαρέλια/ημέρα καθώς η Ασία συμπεριλαμβανομένης της Κίνας ανοίγει ξανά μετά την πανδημία. Ετσι προβλέπει ότι το Brent και το WTI θα κινηθούν κατά μέσο όρο στα 100 δολ./βαρέλι και 94 δολ./βαρέλι το 2023, με το Brent να εκτινάσσεται στα 110 δολ./βαρέλι έως το β’ εξάμηνο.
Πάντως, η ανακούφιση της τελευταίες μέρες από την πτώση του μαύρου χρυσού δεν πρέπει να μας αποσπά την προσοχή από το πώς εξελίσσεται η διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, καθώς και η τιμή του, η οποία τους τελευταίους μήνες παρουσιάζει μείωση σε σχέση με το καλοκαίρι. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της γαλλικής Engie SA, Jean-Pierre Clamadieu, η Ευρώπη είναι πιθανό να τα καταφέρει τον φετινό και τον επόμενο χειμώνα, καθώς αναπληρώνει τις μειωμένες ροές του ρωσικού φυσικού αερίου με προμήθειες από αλλού, ενώ μειώνει και τη ζήτηση.
Συμπληρώνει, όμως, ότι όλο αυτό θα εξαρτηθεί εν μέρει από τις καιρικές συνθήκες, την ικανότητα της Ευρώπης να συνεχίσει να προσελκύει φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και την εξοικονόμηση ενέργειας. Από την άλλη, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) τον περασμένο μήνα εκτίμησε πως μπορεί να δημιουργηθεί στην Ευρώπη ένα κενό εφοδιασμού το 2023, το οποίο να φτάσει τα 30 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, εάν σταματήσουν οι ροές από τους ρωσικούς αγωγούς και ανακάμψει η ζήτηση από την Κίνα. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να απέχουν από μια συμφωνία για το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, ενώ απομένουν μόνον μερικές ώρες για τη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης 15/12 και μερικές μέρες το τελευταίο Συμβούλιο Ενέργειας της ΕΕ στις 19/12.
Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη την συνέντευξη πατώντας εδώ.