Breaking news

economy
A

Παρουσιάστηκε σήμερα,  Δευτέρα 30 Μαΐου, σε συνέντευξη Τύπου από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η «Ετήσια Έκθεση 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση». Την ετήσια έκθεση παρουσίασαν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος και ο επιστημονικος Διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Αργειτης.

Προλογίζοντας την Έκθεση ο κ. Παναγόπουλος έκανε λόγο «για δραματικές επιπτώσεις στο εισόδημα των εργαζομένων αλλά και στις συνθήκες της αγοράς εργασίας. Πλησιάζοντας προς τις εκλογές εκτίμησε ότι η κυβέρνηση θα επαναφέρει το αφήγημα της για τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ καθώς δεν έχει κανένα δημοσιονομικο κόστος. Επίσης για μια ακόμη φορά κάλεσε την κυβέρνηση να παραχωρήσει στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα ρύθμισης του κατώτατου μισθού» και τάχθηκε υπέρ μιας Εθνικής Συμφωνίας για τα εργασιακά όπως έγινε στην Ισπανία μεταξύ κυβέρνησης, εργαζομένων και εργοδοτών.

Σύμφωνα με την έκθεση ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας και φέρνει την αγορά εργασίας μια εύθραυστη κατάσταση με αβέβαιες προοπτικές για το 2022.

Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας.

Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει μόνο εν μέρει τις επιπτώσεις της ακρίβειας, αν λάβουμε υπόψη ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών έφτασε τον Απρίλιο στο 18%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα στοιχεία της έκθεσης εμφανίζεται ότι η η Ελλάδα το 2021 ήταν το δεύτερο φτωχότερο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάνω από τη Βουλγαρία, όταν το 2007 ήταν στη 15η υψηλότερη θέση, περίπου στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο της ΕΕ. 

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος στο οποίο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από το επίπεδο του 2007.

γσεε

Ορισμένα στοιχεία της έκθεσης 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης:

  • Τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν 18% έναντι 14,7% το Μάρτιο.
  • Ο μέσος μισθός στο ιδιωτικό τομέα έχασε τον Απρίλιο το 9,9% της αγοραστικής δύναμης ενώ στη μερική απασχόληση οι απώλειες διαμορφώθηκε στο 28% έναντι 23% το Μάρτιο του 2022.
  • Αν η τελευταία αύξηση του κατωτατου είχε δοθεί το Απρίλιο η απώλεια θα ήταν 9%.
  • Μεσοσταθμικα η αύξηση στον κατώτατο από το Μάιο του 2020 μέχρι το Μάιο του 2022 ήταν της τάξης του 2,5%.
  • Αρνητικά κρίνει η Έκθεση την πορεία των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας καθώς το 2021 υπεγραφησαν 34 συμβάσεις εργασίας καλύπτοντας μόνο το 27% του συνόλου των μισθωτών.

Η εξέλιξη των επενδύσεων

Οι επενδύσεις το 2021 αυξήθηκαν τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Με εξαίρεση το δ’ τρίμηνο του 2021, η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από τις επενδύσεις των επιχειρήσεων και σε μικρότερο βαθμό από τις δημόσιες επενδύσεις και τις επενδύσεις των νοικοκυριών σε κατοικίες.

Το μέγεθος, όμως, της αύξησης ήταν πολύ χαμηλό ώστε να προσδώσει μια βιώσιμη και διατηρήσιμη αναπτυξιακή δυναμική στο ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν το γρηγορότερο δυνατό οι απαραίτητες παρεμβάσεις για την αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης στην κατεύθυνση της ποσοτικής και της ποιοτικής αναβάθμισης του παραγωγικού συστήματος.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2021 μόλις το 31% των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων ήταν υψηλής ψηφιακής έντασης, κατατάσσοντας τη χώρα στην τέταρτη χειρότερη θέση στην ΕΕ. 

Η εξέλιξη των μισθών

Η επίπτωση της πανδημικής κρίσης στους μέσους πραγματικούς μισθούς στην ΕΕ ήταν ασύμμετρη, καθώς σε κάποια κράτη-μέλη ο μέσος μισθός αυξανόταν σταθερά μέχρι και το 2021, ενώ σε άλλα δεν έχει επανέλθει ακόμα στο επίπεδο του 2019.

Το β’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ μετά την Αυστρία, καθώς ο πραγματικός μέσος μισθός ήταν μειωμένος κατά 4,4% έναντι του ίδιου τριμήνου του 2019. Το γ’ τρίμηνο η διαφορά περιορίστηκε στο -0,6%, αποτελώντας την 7η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.

Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος στο οποίο ο πραγματικός μέσος μισθός είναι χαμηλότερος του επιπέδου του 2019 και στα δύο υπό εξέταση τρίμηνα. Η εικόνα είναι περίπου ίδια όσον αφορά την εξέλιξη του μέσου πραγματικού μισθού και στον ιδιωτικό τομέα.

Ο μέσος μισθός στην ΕΕ ακολουθεί μια σταθερά ανοδική πορεία, η οποία περιορίζεται παροδικά κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 ο μέσος μισθός φαίνεται να έχει επανέλθει στην τάση που κυριαρχούσε πριν από το 2020. Αντιθέτως, στην Ελλάδα ο μέσος μισθός ήταν σχετικά στάσιμος πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, με μεγάλη δυναμική απόκλισης από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα, ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα αρχικά μειώνεται και κατόπιν σταθεροποιείται σε επίπεδο χαμηλότερο του 2019. Ταυτόχρονα, η απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι ακόμα μεγαλύτερη, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται με βάση την εξέλιξη της παραγωγικότητας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξανόταν με μεγαλύτερο ρυθμό από αυτόν του μέσου όρου της ΕΕ, όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αυξανόταν με μικρότερο ρυθμό από αυτόν στην ΕΕ.

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, κατά το 2021, ήταν σε ισχύ συνολικά 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).

Εκτός από τις 25 νέες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφτηκαν το 2021, βρίσκονταν σε ισχύ επιπλέον 8 συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες είχαν συναφθεί τα έτη 2018, 2019 και2020.

Οι 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές) που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά και έναν σχετικά μεγάλο αριθμό εργαζομένων (περίπου 625.000 άτομα), ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων.

Ωστόσο, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το πραγματικό ποσοστό κάλυψης μειώνεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι από το σύνολο των κλαδικών και των ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας, μόνο 5 συλλογικές συμβάσεις έχουν κηρυχτεί γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Αυτές οι συλλογικές συμβάσεις αφορούν: ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα, τράπεζες, διαχειρίστριες εταιρείες ποντοπόρων πλοίων και ηλεκτροτεχνίτες ανελκυστήρων.

Τέλος, και σε ό,τι αφορά τους μισθολογικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων που υπογράφτηκαν, με βάση την ανάλυση του περιεχομένου τους, προκύπτει ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές με βάση τις προηγούμενες συμβάσεις.

 

Google News Ακολουθήστε το Proson στo Google News

Δημοφιλείς Ειδήσεις