Στην απόλυση 12.000 εργαζόμενων ανήγγειλε ότι θα προχωρήσει η εταιρεία UPS, ενώ ανακοίνωσε ότι θα διερευνήσει στρατηγικές επιλογής για την Coyote, την επιχείρηση διαμεσολάβησης φορτηγών εμπορευμάτων, καθώς οι προβλέψεις για τα έσοδα του 2024 διαμορφώθηκαν χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις.
Οι μετοχές της εταιρείας περιόρισαν τις απώλειες και βρέθηκαν στο -5,2% κατά την προσυνεδριακή διαπραγμάτευση.
«Η αγορά μικρών πακέτων στις ΗΠΑ, εξαιρουμένης της Amazon, αναμένεται να αυξηθεί κατά λιγότερο από 1%» τόνισε η διευθύνουσα σύμβουλος Carol Tome σε τηλεφωνική επικοινωνία με αναλυτές μετά την ανακοίνωση των κερδών. Σύμφωνα με παλιότερο ρεπορτάζ του Reuters οι λιανοπωλητές των ΗΠΑ και άλλοι πελάτες κέρδιζαν εκπτώσεις από την UPS και την ανταγωνίστρια FedEx, καθώς προσπαθούν να γεμίσουν τα φορτηγά εν μέσω συρρικνούμενης ζήτησης.
Οι μειώσεις του εργατικού δυναμικού θα εξοικονομήσουν στην εταιρεία περίπου 1 δισ. δολάρια σε δαπάνες, εξήγησε η Tomé σε τηλεφωνική κλήση για τα κέρδη της εταιρείας.
«Το 2023 ήταν μια μοναδική, και ειλικρινά, δύσκολη και απογοητευτική χρονιά. Σημειώσαμε μείωση του όγκου, των εσόδων και των λειτουργικών κερδών και στους τρεις επιχειρηματικούς μας τομείς» είπε χαρακτηριστικά.
Η UPS αναμένει τα έσοδα της για το σύνολο του 2024 να κυμανθούν ανάμεσα στα 92 – 94,5 δισ. δολαρίων, κάτω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 95,57 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της LSEG.
Οι πελάτες στρέφουν την πλάτη τους στις αεροπορικές υπηρεσίες και στρέφονται στις επίγειες παραδόσεις, ασκώντας πίεση τόσο στην UPS όσο και στη FedEx.
Για τους τρεις τελευταίους μήνες του 2023, η UPS ανακοίνωσε καθαρά κέρδη ύψους 1,61 δισ. δολαρίων ή 1,87 δολαρίων ανά μετοχή, έναντι 3,45 δισ. ή 3,96 δολαρίων ανά μετοχή ένα χρόνο νωρίτερα. Προσαρμόζοντας τα έκτακτα στοιχεία που σχετίζονται με τις συντάξεις και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, η UPS έδωσε κέρδη 2,47 δολάρια ανά μετοχή.
Τα έσοδα μειώθηκαν κατά 7,8% σε 24,9 δισ. δολάρια από 27 δισ. δολάρια πέρυσι. Η εταιρεία ανέφερε πτώση 7,4% στον μέσο ημερήσιο όγκο στο εσωτερικό και μείωση 8,3% διεθνώς. H Tomé τόνισε ότι η μείωση των μεταφορών στο διεθνές κομμάτι της εταιρείας ήταν «βαριά σταθμισμένη» στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις διαταραχές στις εμπορευματικές μεταφορές στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, καθώς και στις διώρυγες του Παναμά και του Σουέζ.