Στην πέμπτη θέση στις πιο ακριβότερες πόλεις του κόσμου για την αγορά ακινήτων βρίσκεται πλέον η Αθήνα, με βάση την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών, καθώς έρευνα δείχνει πως απαιτούνται 11 χρόνια προκειμένου ένας εργαζόμενος με έναν μέσο μισθό να αποκτήσει ένα διαμέρισμα 20-30 ετών, επιφανείας 60 τ.μ..
Αυτό δείχνει η έρευνα που παρουσιάστηκε από τον CEO της Cerved Property Services Δημήτρης Ανδρίτσος στο συνέδριο του 17ου RED MEETING POINT και την οποία πραγματοποίησε η εταιρεία σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Μακεδονία, τα μέσα ελληνικά εισοδήματα σήμερα δεν ανταποκρίνονται στις αυξημένες τιμές των κατοικιών.
Ένα ζευγάρι στο οποίο εργάζονται και οι δύο εξασφαλίζοντας μισθό που κινείται στα μέσα επίπεδα της χώρας -περίπου 1.251 ευρώ μεικτά με βάση τα επίσημα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο ένας από τους δύο μισθούς θα πρέπει να διατίθεται για την απόκτηση της κύριας κατοικίας κάτι που θα διαρκέσει για 30 ολόκληρα χρόνια.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί εδώ πως ακόμη και με αυτά τα δεδομένα, το μεικτό εισόδημα ενός ζευγαριού δεν αρκεί για να μπορεί να αποπληρώνει το δάνειο για την αγορά κατοικίας, καθώς ταυτόχρονα πρέπει να πληρώνει και ενοίκιο για το σπίτι που διαμένει, αλλά κι να μπορεί να συντηρείται για τον υπόλοιπο μήνα.
Πάντως, αν η αγορά του ακινήτου γινόταν το 2020, θα αρκούσαν και 21 χρόνια όμως το γεγονός ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν με τον διπλάσιο ρυθμό συγκριτικά με τον αντίστοιχο των εισοδημάτων, οξύνει το στεγαστικό πρόβλημα του ζευγαριού ειδικά αν προστεθεί και ο παράγοντας «αύξηση επιτοκίων».
To παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό για το τι έχει συμβεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ένα διαμέρισμα που το 2020 κόστιζε 200.000 ευρώ, σήμερα πωλείται προς 280.000 ευρώ. Ποιος το λέει; Ο δείκτης ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τον οποίο η σωρευτική αύξηση στην τιμή των ακινήτων από το 2020 μέχρι και το τέλος του 2023 έφτασε στο 40%.
Το 2020, ο μέσος μισθός της χώρας ήταν 1.050 ευρώ και το επιτόκιο δανεισμού περίπου 2,8%. Έτσι, σύμφωνα με το thetoc, αν κάποιος χρηματοδοτούσε με ένα στεγαστικό δάνειο το ακίνητο θα χρειαζόταν περίπου 252 μισθούς για να εξοφλήσει (στην πραγματικότητα πολύ περισσότερους καθώς άλλο ο μεικτός μισθός και άλλο ο καθαρός). Τι έγινε το 2023; Ο μέσος μισθός αυξήθηκε στα 1251 ευρώ, η τιμή του ακινήτου στα 280.000 ευρώ και το επιτόκιο στο 4,37% κατά μέσο όρο. Άρα πλέον απαιτούνται περίπου 340 μεικτοί μισθοί για να πληρωθεί το τίμημα και οι τόκοι.
Το παράδειγμα δείχνει ότι η υπόθεση «αγορά στέγης» έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη στην 4ετία που πέρασε. Το θέμα είναι τι γίνεται στην πραγματικότητα. Το ζευγάρι με τους δύο μέσους μισθούς των 1250 ευρώ έκαστος ουσιαστικά εισπράττει 2.000 ευρώ καθαρά (για την ακρίβεια 1.980 ευρώ). Άρα, η τράπεζα θα τους επιτρέψει να λάβουν ένα δάνειο με μέγιστη μηνιαία δόση 800 ευρώ. Τι μπορεί να εκταμιεύσει το ζευγάρι που να μην βγάζει δόση μεγαλύτερη από 800 ευρώ; Το πολύ 170.000 ευρώ αν η διάρκεια αποπληρωμής αυξηθεί στα 40 χρόνια (σ.σ αυτό προϋποθέτει ότι κατά την αποπληρωμή του δανείου δεν θα ξεπερνούν το 75 έτος της ηλικίας τους).
Αν πάλι η διάρκεια αποπληρωμής συγκρατηθεί στα 30 χρόνια, τότε το μέγιστο ποσό δανεισμού θα πρέπει να πέσει στα 150.000 ευρώ. Αυτό είναι και το μέγιστο όριο χρηματοδότησης, από εκεί και πέρα όλα τα υπόλοιπα που θα χρειαστούν, θα πρέπει να καλυφθούν με μετρητά.
Να σημειωθεί ότι η αξία του σπιτιού θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη κατά 10-30% του μέγιστου ποσού δανεισμού άρα μιλάμε για ένα ακίνητο που αξίζει από 200 έως 250.000 ευρώ. Άρα, εκτός από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος (που σημαίνει ότι το ζευγάρι θα μένει με 1.200 ευρώ τον μήνα για να καλύψει τις υπόλοιπες ανάγκες) θα πρέπει να υπάρχουν στην άκρη ακόμη και 100.000 ευρώ μετρητά!