Οι επιδοτήσεις σε ρεύμα και φυσικό αέριο που εξήγγειλε η κυβέρνηση δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες επιχειρήσεων και νοικοκυριών σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Παράλληλα ζητά μείωση της φορολογίας στα καύσιμα.
Συγκεκριμένα η Συνομοσπονδία τονίζει ότι τα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος, Κώστας Σκρέκας, υπολείπονται σημαντικά του αυξημένου ενεργειακού κόστους που καλούνται να πληρώσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
«Τα μέτρα της κυβέρνησης για τον μήνα Φεβρουάριο είναι μειωμένα όσον αφορά τις επιδοτήσεις του Ιανουαρίου κι ακόμη περισσότερο μειωμένα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021, παρότι από μήνα σε μήνα οι λογαριασμοί συνεχώς αυξάνονται», σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση.
«Η κυβέρνηση ανακοίνωσε επιδότηση ύψους 65 ευρώ ανά μεγαβατώρα για επαγγελματικά, βιομηχανικά, κ.α. τιμολόγια, ενώ για τα οικιακά επιδότηση 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα για τις πρώτες 150 κιλοβατώρες και 110 ευρώ για τις επόμενες 150 κιλοβατώρες κατανάλωσης», αναφέρει ακόμα η ΓΣΕΒΕΕ και συμπληρώνει:
«Η χρήση φυσικού αερίου επιδοτείται με 20 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα για τους επαγγελματίες καταναλωτές και τα νοικοκυριά. Η επιδότηση αφορά μόνον ένα μέρος της μηνιαίας κατανάλωσης».
«Ως συνέπεια ακόμη κι αυτή η επιδότηση δεν προστατεύει πλήρως τους επαγγελματίες που καλούνται να μετακυλήσουν τις αυξήσεις στους καταναλωτές ή να περιορίσουν έτι περαιτέρω το εισόδημά τους, απορροφώντας οι ίδιοι τα νέα κόστη», υπογραμμίζει η Συνομοσπονδία και τονίζει: «Έτσι όμως οδηγούνται στη φτωχοποίηση!».
«Παράλληλα, η αύξηση της τιμής της βενζίνης πιέζει πολλαπλώς επαγγελματίες και νοικοκυριά, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον αυξημένου κόστους», επισημαίνεται παράλληλα.
Η ΓΣΕΒΕΕ καλεί την κυβέρνηση:
- Να μειώσει την έμμεση και άμεση φορολογία που βαραίνει τα καύσιμα. Η διαμόρφωσή τους ως ποσοστό επί της τιμής επιτρέπει την μείωση των φόρων ως ποσοστό χωρίς να θιγούν τα δημόσια έσοδα.
- Διεκδικούμε να τεθεί οροφή, αντί του όρου που αναφέρει η ανακοίνωση “ανεξαρτήτως μεγέθους, τζίρου και αριθμού εργαζομένων”, ώστε να αξιοποιηθούν περισσότεροι πόροι στους πιο ευάλωτους επαγγελματίες και τις μικρές επιχειρήσεις.