H ξαφνική «επέλαση» των κοριών τείνει να εξελιχθεί σε επιδημία, καθώς φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας αναζωπύρωσης της εμφάνισής τους τις τελευταίες δύο δεκαετίες και οι πολίτες αδυνατούν να τους αντιμετωπίσουν.
Η εξάπλωσή τους φαίνεται να οφείλεται, έως ένα μεγάλο μέρος, στα αεροπορικά ταξίδια, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στα έντομα αυτά να μεταπηδούν από την μια ήπειρο στην άλλη κρυμμένα στις αποσκευές των ταξιδιωτών.
Τα μικροσκοπικά, ωοειδή έντομα με λατινική ονομασία «Cimex lectularius» έχουν μέγεθος μικρότερο από έναν κόκκο ρυζιού, γεγονός που κάνει πολύ δύσκολη την εύρεση και την αντιμετώπιση τους.
Ο Warren Booth, αναπληρωτής καθηγητής αστικής εντομολογίας στο πανεπιστήμιο Virginia Tech στο Μπλάκσμπουργκ των ΗΠΑ, και η Cari Lewis, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο, κατάφεραν να ανακαλύψουν κάτι ενδιαφέρον μελετώντας για μεταλλάξεις στο γονιδίωμα των κοριών.
Οι ανακαλύψεις και τα νέα δεδομένα
Συγκεκριμένα, οι Booth και Lewis έψαχναν για μεταλλάξεις σε μια περιοχή του γονιδιώματος, απαραίτητο για την σωστή λειτουργία των νεύρων, τόσο στους κοριούς όσο και στους ανθρώπους. Η περιοχή αυτή ονομάζεται κανάλι νατρίου και βρίσκεται στο εσωτερικό της κυτταρικής μεμβράνης κάθε νευρώνα του σώματος μας. Όταν το κανάλι ανοίγει αφήνει θετικά φορτισμένα άτομα νατρίου να ρέουν από το εξωτερικό του νευρώνα προς το εσωτερικό του, επιτρέποντας την αναμετάδοση μηνυμάτων σε όλο το σώμα, απαραίτητα για την επιβίωση.
Ορισμένα φάρμακα μπορούν να εμποδίσουν την σωστή λειτουργία του καναλιού, εμποδίζοντας το να κλείσει. Το νεύρο πυροδοτείται συνεχώς προκαλώντας παράλυση που οδηγεί σε θάνατο. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το απαγορευμένο πλέον φυτοφάρμακο DDT καθώς και τα πυρεθροειδή εντομοκτόνα, τα πλέον συνηθισμένα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα για την αντιμετώπιση των κοριών.
Όπως ανακάλυψαν οι Booth και Lewis, με την πάροδο των ετών, οι κοριοί έχουν αποκτήσει τρεις διαφορετικές μεταλλάξεις στα γονίδια που κωδικοποιούν τα κανάλια νατρίου, γεγονός που εμποδίζει την αποτελεσματικότητα των εντομοκτόνων σε αυτά. Παρόλο που δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε αναπτύχθηκαν οι μεταλλάξεις, υπάρχουν τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950, μετά την ευρεία χρήση του DDT στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωστόσο, μέχρι τώρα ήταν δύσκολο να μετρηθεί η έκταση που αυτές οι μεταλλάξεις υπάρχουν στον πληθυσμό των κοριών. Η μελέτη των Booth και Lewis έδειξε ότι το 36% των παλαιότερων κοριών που συλλέχθηκαν στις ΗΠΑ μεταξύ 2005-2009 είχαν μία μόνο μετάλλαξη στο γονίδιο του διαύλου νατρίου τους, ενώ το 50% είχε αποκτήσει δύο μεταλλάξεις. Μόλις το 2,5% του πληθυσμού δεν είχε καμία μετάλλαξη και επομένως ήταν ευαίσθητο στα εντομοκτόνα.
Στα πιο σύγχρονα δείγματα κοριών από το 2018-2019, το 84% των κοριών είχαν αποκτήσει δύο μεταλλάξεις στο γονίδιο του καναλιού νατρίου τους, δίνοντάς τους πλήρη προστασία από τα εντομοκτόνα. Μάλιστα, ούτε ένας κοριός από τα πιο πρόσφατα δείγματα στις ΗΠΑ δεν ήταν ευαίσθητος στα εντομοκτόνα. Οι Booth και Lewis αποδίδουν την αλλαγή αυτή στην ευρεία χρήση κοινών εντομοκτόνων που κυκλοφορούν χωρίς ιατρική συνταγή.
Αυτό σημαίνει ότι οι κοριοί με γονίδια που εξακολουθούν να τους καθιστούν ευάλωτους στα εντομοκτόνα δεν ζουν για να μεταδώσουν το DNA τους, ενώ εκείνοι που είναι ανθεκτικοί ζουν και αναπαράγονται, επιτρέποντας στον πληθυσμό να γίνει ακόμη πιο ανθεκτικός. Παράλληλα, οι έρευνες δείχνουν ότι οι κοριοί αποκτούν ανθεκτικότητα και σε άλλες κατηγορίες εντομοκτόνων, προσαρμοζόμενοι με άλλους τρόπους.
Πού εντοπίζονται
Oι κοριοί έχουν την τάση να περιφέρονται από μέρος σε μέρος και να κρύβονται σε μικρές ρωγμές και σχισμές, πίσω από ταπετσαρίες, κάτω από χαλιά και ανάμεσα σε οικιακές συσκευές.Μπορούν, επομένως, κάλλιστα να περάσουν μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να αλληλεπιδράσουν με υπολείμματα εντομοκτόνων. Αυτό επιβεβαιώθηκε από μια μελέτη του 2020, όπου οι εντομολόγοι Stephen και Alice Kells εξέθεσαν κοριούς και κατσαρίδες σε chlorfenapyr, ένα σχετικά νέο παρασιτοκτόνο στο οποίο οι κοριοί δεν είναι ακόμη εντελώς ανθεκτικοί.
Χρησιμοποίησαν δύο διαφορετικά προϊόντα, ένα υγρό σπρέι και ένα αεροζόλ, και στη συνέχεια υπολόγισαν πόση ποσότητα του chlorfenapyr απορροφήθηκε πραγματικά από το σώμα των εντόμων. Διαπίστωσαν ότι και για τα δύο προϊόντα, η ποσότητα του εντομοκτόνου που προσλαμβάνεται στο σώμα των κοριών ήταν σημαντικά μικρότερη από εκείνη της κατσαρίδας.
Η αλλαγή «συμπεριφοράς»
Σε μια μελέτη του 2016, επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ της Αυστραλίας βρήκαν ενδείξεις ότι οι κοριοί έχουν αναπτύξει έναν παχύτερο εξωσκελετό για να εμποδίζουν την απορρόφηση των φυτοφαρμάκων από το σώμα τους. Όσο υψηλότερη ήταν η αντοχή του κοριού σε πυρεθροειδή εντομοκτόνα, τόσο παχύτερο ήταν το εξωτερικό του κέλυφος. Έντομα με πάχος επιδερμίδας περίπου 10 μικρομέτρων (περίπου το ένα δέκατο του πάχους μιας ανθρώπινης τρίχας) ήταν ανθεκτικά στο εντομοκτόνο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Booth, οι κοριοί αλλάζουν επίσης τη συμπεριφορά τους για να αποφύγουν τη δηλητηρίαση.
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά
Ένας αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση των κοριών είναι η έκθεση τους σε υψηλές θερμοκρασίες μέσω της θέρμανσης του σπιτιού που έχουν προσβάλλει. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα, ιδίως σε πολυώροφες πολυκατοικίες, όπου οι κοριοί θα μπορούσαν απλώς να μετακινηθούν από ένα διαμέρισμα σ’ ένα άλλο.
Ορισμένοι ερευνητές εφευρίσκουν τρόπους για να προσελκύσουν τους κοριούς έξω από τις κρυψώνες τους. Φοιτητές στο Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Στοκχόλμης δημιούργησαν πρόσφατα ένα μηχάνημα που μπορεί να προσομοιώνει την ανθρώπινη αναπνοή. Η ιδέα είναι ότι το μηχάνημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δόλωμα για να προσελκύσει τους κοριούς από τις φωλιές τους, καθώς σύμφωνα με έρευνες οι κοριοί έλκονται από το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν οι άνθρωποι κατά την αναπνοή.
Οι ερευνητές αναπτύσσουν επίσης βιοεντομοκτόνα με φυσική βάση στα οποία τα έντομα είναι λιγότερο ικανά να αναπτύξουν αντίσταση. Το 2012, η Nina Jenkins, εντομολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια στις ΗΠΑ, ανέπτυξε ένα σκεύασμα που περιέχει Beauveria bassiana, έναν φυσικό και αυτόχθονα μύκητα που προκαλεί ασθένειες στα έντομα, αλλά είναι ακίνδυνο για τον άνθρωπο.
Με πληροφορίες του BBC Future.