Αντιμέτωπος με βαριά ποινικά αδικήματα φαίνεται πως είναι o ευρωβουλευτής Αλέξης Γεωργούλης, μετά την επώνυμη καταγγελία που έγινε σε βάρος του, το 2020, για βιασμό και ξυλοδαρμό. Η καταγγέλλουσα φέρεται να είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ και στενή συνεργάτης του Νίκου Ανδρουλάκη
Ωστόσο, εκτός της καταγγέλλουσας, πληροφορίες αναφέρουν πως ο Αλέξης Γεωργούλης φέρεται ως ύποπτος για δύο ακόμα παρόμοια περιστατικά βιασμού και κακοποίησης. Τα θύματα αυτών των ενεργειών, σύμφωνα με πληροφορίες, θα προβούν σύντομα σε επίσημη καταγγελία κατά του γνωστού ηθοποιού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη καταγγέλλουσα έκανε χτες την πρώτη δημόσια τοποθέτηση της για το συμβάν. Με ανάρτηση της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμαρτυρήθηκε εντόνως για την διαρροή του ονόματός της και ανέφερε πως η ίδια προέβη σε καταγγελία την επομένη του συμβάντος προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία.
Ο ανεξάρτητος πλέον ευρωβουλευτής, μέσω των δικηγόρων του, αρνείται τις κατηγορίες.
Ο κ. Γεωργούλης τέθηκε εκτός ΣΥΡΙΖΑ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ του ζητά να παραδώσει την έδρα του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με σεξουαλική παρενόχληση, δεν υπάρχουν “ναι μεν αλλά”. “Εμείς είμαστε με τα θύματα και το μήνυμα που στείλαμε ήταν απολύτως σαφές. Καμία συγκάλυψη, καμία ανοχή», δήλωσε από το Λαύριο ο Αλέξης Τσίπρας.
Για προσπάθεια πολιτικής εργαλειοποίησης μίας πολύ σοβαρής ποινικής υπόθεσης, έκανε λόγο ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Την ανάγκη διερεύνησης της υπόθεσης, τόνισε από την πλευρά του ο Δημήτρης Κουτσούμπας. «Η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της» το σχόλιο του Γιάνη Βαρουφάκη.
Η πρώτη αντίδραση της καταγγέλλουσας
Η γυναίκα που έχει καταγγείλει τον Αλέξη Γεωργούλη, έκανε την πρώτη της τοποθέτηση για την υπόθεση μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτή αναφέρει:
«Πριν από 3 χρόνια, στις αρχές του 2020, προχώρησα σε καταγγελία κατά συγκεκριμένου Έλληνα ευρωβουλευτή για τα αδικήματα του βιασμού και της πρόκλησης σωματικής βλάβης.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι αυτή η διαδικασία ενδεχομένως θα αποβεί επώδυνη για εμένα, την οικογένεια μου, τους οικείους μου, όπως δυστυχώς πολύ συχνά συμβαίνει με τα θύματα τέτοιων συμπεριφορών. Το έπραξα όμως θεωρώντας ότι το οφείλω στον εαυτό μου αλλά και σε κάθε γυναίκα που μπορεί να βρεθεί σε ανάλογη θέση.
Η καταγγελία μου έγινε την επόμενη μέρα του συμβάντος προσκομίζοντας τα απαραίτητα στοιχεία (ιατροδικαστικές εκθέσεις, κ.α.) και 4 μήνες μετά, τον Μάιο 2020, ένιωσα έτοιμη να δώσω και το όνομα του θύτη στις βελγικές αρχές, οι οποίες είναι και οι μόνες αρμόδιες για το χειρισμό της υπόθεσης.
Τα 3 αυτά χρόνια επέλεξα απολύτως συνειδητά να αντιμετωπίσω το ζήτημα μόνο με τους δικηγόρους μου, χωρίς να ενημερώσω κανέναν άλλο, ούτε καν την οικογένειά μου την οποία προσπάθησα να προστατεύσω με κάθε τρόπο. Η δε δημοσιοποίηση του γεγονότος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έγινε μετά το επίσημο αίτημα των βελγικών αρχών για άρση ασυλίας του ευρωβουλευτή μετά από ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης.
Η χθεσινή διαρροή του ονόματός μου έγινε προφανώς χωρίς τη συναίνεσή μου και αποτελεί από μόνη της μια σοβαρότατη παραβίαση της ιδιωτικότητάς μου αλλά και της ποινικής διαδικασίας. Είναι δε λυπηρό κάποιοι που παριστάνουν τους υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο βωμό της πολιτικής διαχείρισης, να με βάζουν στη δίνη χυδαίων και εξοργιστικών επιθέσεων.
Στην πολιτική βρίσκομαι για να παλέψω, μέσα από το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ, για τις ιδέες και τις αρχές μου και δεν επιθυμώ η όποια δημόσια παρουσία μου να καθορίζεται από αυτή την δυσάρεστη για μένα υπόθεση.
Έχει έρθει ο καιρός το αίσθημα ντροπής και ενοχής να μη βαραίνει τα θύματα, αλλά τους δράστες ανάλογων περιστατικών και όσους τους ανέχονται».