«Εκπνέει» ο χρόνος για τη χορήγηση του υπολοίπου των ημερών της ετήσιας άδειας του 2022 για χιλιάδες εργαζόμενους.
Συγκεκριμένα, έως τις 31 Μαρτίου 2023 θα πρέπει να δοθεί στους εργαζόμενους το υπόλοιπο ημερών άδειας του 2022 σύμφωνα με τον νόμο. Σε περίπτωση που παρέλθει και το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους, δηλαδή πέραν της 31ης Μαρτίου 2023 η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική.
Αναλυτικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 61 του Ν. 4808/2021 επαναφέρθηκε η δυνατότητα μεταφοράς της ετήσιας κανονικής άδειας μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους δηλαδή μέχρι την 31η Mαρτίου 2023. O εργοδότης οφείλει να χορηγήσει ολόκληρη την άδεια, έστω και αν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.
Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.
Κανονική άδεια δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).
Περαιτέρω, κανονική άδεια δικαιούνται και όσοι εργαζόμενοι εργάζονται σε πολλούς εργοδότες με μειωμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας. Άδεια επίσης χορηγείται και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας και της ετοιμότητας εργασίας.
Συμφωνία μισθωτού - εργοδότη
Η άδεια χορηγείται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός διμήνου από τότε που υποβάλει ο εργαζόμενος σχετικό αίτημα για την λήψη της.
Δεν θεωρείται ως άδεια η μονομερώς χορηγούμενη από τον εργοδότη με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται διαφορετικά στο νόμο. Δεν προβλέπεται η χορήγηση υποχρεωτικής άδειας λόγω περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης.
Στην περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. O εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπάρχει πταίσμα του ιδίου, διπλές δε, δηλαδή με προσαύξηση κατά 100%, όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη (Α.Ν. 539/1945 και Ν.Δ. 3755/1957, Ν.4808/2021, Εγκ. 64597/2021).
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί «εγκαταλείψεώς του εις την άδεια δικαιώματός του ή παραιτήσεως αυτού απ’ το δικαίωμα της αδείας», θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπει την καταβολή εις αυτόν προσαυξημένης αποζημιώσεως (άρθρο 5 παρ. 1 ΑΝ. 539/45).
Εκ περιτροπής ή μερική απασχόληση
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 59 του Ν.4635/2019, οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί καθώς και οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής εργασία έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει.
Αναφορικά με τη χορήγηση άδειας σε εργαζόμενους με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία, εφαρμογή έχει η παρ. 2 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/45 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, ο μισθωτός με διαλείπουσα εργασία δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που δικαιούται ένας πλήρως απασχολούμενος για κάθε μήνα απασχόλησης από την ημέρα της πρόσληψης.
Για τον υπολογισμό της άδειας αυτής ως μήνας θεωρείται η απασχόληση είκοσι πέντε (25) ημερών. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Το επίδομα αδείας ισούται με τις αποδοχές αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί το μισό μισθό ή τα δεκατρία ημερομίσθια. Δικαίωμα λήψεως αδείας αποκτά στη συγκεκριμένη μορφή απασχόλησης ο μισθωτός, από της προσλήψεως του, για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας.