Breaking news

Έρευνα Μικρομεσαίες επιχειρήσεις κα εργατικό δυναμικό
A

Με το αποτύπωμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης να έχει πλέον υποχωρήσει αισθητά και την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίσιμος παράγοντας περαιτέρω οικονομικής επιτάχυνσης είναι η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Θέλοντας να χαρτογραφήσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων και τις παραμέτρους που δυσκολεύουν την προσέλκυση εργατικού δυναμικού, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας αξιοποίησε τα ευρήματα έρευνας πεδίου σε 800 ΜμΕ. Από την ανάλυση προκύπτει ότι:

  • Σχεδόν το 70% του τομέα αναζητά σταθερά προσωπικό την τελευταία διετία (από σχεδόν 30% στην περίοδο της κρίσης), με τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες να είναι πιο κινητικές σε αυτό το πεδίο. Αξιοσημείωτο είναι ότι βασικό κίνητρο αναζήτησης εργαζομένων αποτελεί η αύξηση πωλήσεων (υπερισχύοντας των αναγκών αντικατάστασης ή προσωρινής φύσης), επιβεβαιώνοντας έτσι την αναπτυξιακή και επεκτατική δυναμική του ελληνικού επιχειρείν.
  • Ωστόσο, η κινητοποίηση αυτή συνοδεύεται από σταθερά αυξανόμενη δυσχέρεια κάλυψης των θέσεων, με το 71% των ΜμΕ να δηλώνει ότι δυσκολεύεται περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν (έναντι ποσοστού 59% προ διετίας). Υψηλότερη πίεση εντοπίζεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφεραν να καλύψουν μόλις το ½ των θέσεων που αναζήτησαν. Σε μεγάλο βαθμό η δυσκολία αυτή ερμηνεύεται από την υψηλή αναντιστοιχία δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και επιχειρηματικών αναγκών που εντοπίζεται στην Ελλάδα και επιβεβαιώνεται από την έρευνα της ΕΤΕ. Ειδικότερα, ως κύριος παράγοντας δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης αναδεικνύεται η απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας (αφορά τα 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό), ενώ στις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης βασικό πρόβλημα ήταν η απουσία ενδιαφέροντος (αφορά σχεδόν τα 2/3 των ΜμΕ που αναζήτησαν προσωπικό).
  • Ως καταλύτης για την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, κυρίως για θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αναδεικνύεται η εκπαίδευση στο χώρο εργασίας. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, επιχειρήσεις που παρέχουν εκπαίδευση στο προσωπικό τους (σχεδόν 1/3 του τομέα) επιτυγχάνουν υψηλότερη κάλυψη θέσεων εργασίας κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ παράλληλα απολαμβάνουν οφέλη παραγωγικότητας.

Ενώ οι δράσεις εκπαίδευσης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, η ένταση του προβλήματος απαιτεί πιο συνολική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική σχέση ανεργίας και κενών θέσεων εργασίας για την Ελλάδα (καμπύλη Beveridge), η δυσκολία κάλυψης θέσεων αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά όσο η ανεργία θα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα. Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ευνοϊκότερη σχέση ανεργίας και κενών θέσεων, ακολουθώντας ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως ενθάρρυνση συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (π.χ. job sharing) και προσέλκυση εργαζομένων από το εξωτερικό (π.χ. tech visa, διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες για θέσεις χαμηλής ειδίκευσης).

tte

Οι παραπάνω πολιτικές, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της κουλτούρας εκπαίδευσης των εργαζόμενων από τις ίδιες τις επιχειρήσεις μπορούν να δημιουργήσουν εχέγγυα για αυξημένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και αυξημένη απόδοση των επιχειρηματικών τους σχεδίων.

Η αγορά εργασίας γίνεται σταδιακά πιο σφιχτή

Με την ελληνική οικονομία να απομακρύνεται από το περιοριστικό περιβάλλον της προηγούμενη δεκαετίας και να κινείται σταθερά με υψηλότερες ταχύτητες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (πραγματικό ΑΕΠ 2,2% το 2023, έναντι 0,5% αντίστοιχα), αυξημένη σημασία αποδίδεται στην αποτελεσματική αξιοποίηση των αναπτυξιακών ευκαιριών. Ειδικότερα, οι αυξημένοι ευρωπαϊκοί πόροι αποτελούν σημαντικό κίνητρο για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.

Σε αυτή την προσπάθεια κρίσιμος είναι ο ρόλος της αποδοτικής αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού. Ήδη η ανεργία έχει περιοριστεί κοντά στο 11% (έναντι ιστορικού υψηλού 28% την περίοδο της οικονομικής κρίσης), προσεγγίζοντας τα επίπεδα τα 2009- 2010. Παράλληλα, οι αμοιβές εργασίας γίνονται σταδιακά πιο ελκυστικές, σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 17% την τελευταία διετία (έναντι 10% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).

Παρά τις άνω θετικές εξελίξεις, και ενώ η ανεργία έχει περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, παράλληλα σημειώνεται αυξανόμενη δυσκολία στην εύρεση εργαζομένων, με τις θέσεις που μένουν ακάλυπτες να καταγράφουν διαδοχικά ρεκόρ την τελευταία διετία προσεγγίζοντας τις 30.000 το 4ο τρίμηνο του 2023, από σχεδόν 10.000 κατά την προπανδημική περίοδο 2016-2019 (εξαιρείται ο πρωτογενής τομέας)*. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε όλους τους βασικούς κλάδους, με τη βιομηχανία και το εμπόριο να σημειώνουν την εντονότερη απόκλιση από την προ-πανδημική περίοδο.

Οι παραπάνω διαρθρωτικές αγκυλώσεις αποτυπώνονται στις έρευνες πεδίου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η δυσκολία εύρεσης προσωπικού αποτελεί παράγοντα ισχυρής πίεσης για ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του τομέα (55% στις αρχές του 2024, από 51% το προηγούμενο εξάμηνο και 46% πριν ένα χρόνο). Με αφορμή αυτό το εύρημα, θα εμβαθύνουμε στις ανάγκες για εργαζόμενους των ελληνικών ΜμΕ, το βαθμό δυσκολίας που εντοπίζουν και τις κινήσεις στις οποίες προβαίνουν για να ανταποκριθούν στις παραπάνω προκλήσεις.

Χαρτογράφηση των αναγκών των ΜμΕ σε εργατικό δυναμικό

Ξεκινώντας με μια χαρτογράφηση των αναγκών προσωπικού, διαπιστώνουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης των 2/ 3 του τομέα ΜμΕ (εξαιρούνται κατασκευές και πρωτογενής τομέας) βρέθηκε σε διαδικασία αναζήτησης εργαζομένων την προηγούμενή διετία (έναντι 30% του τομέα στην περίοδο έντονης κρίσης), με υψηλότερη κινητοποίηση να εντοπίζεται στους κλάδους* βιομηχανίας και υπηρεσιών (της τάξης των ¾ των αντίστοιχων τομέων).

Όσον αφορά τις επιμέρους ειδικότητες, υψηλότερες ήταν οι ανάγκες για εργαζόμενους εξειδικευμένους στο αντικείμενο της επιχείρησης (αναζητήθηκαν από σχεδόν ½ του τομέα) ενώ ακολουθούν ανειδίκευτοι εργάτες (32% του τομέα) και πωλητές (αναζητήθηκαν από 16% του τομέα). Αξίζει να σημειωθεί ότι συγκριτικά με τον προγραμματισμό προσλήψεων του προηγούμενου έτους, διαπιστώθηκε χαμηλότερη (κατά σχεδόν 50%) από την εκτιμώμενη ανάγκη για πωλητές, ενδεχομένως αντικατοπτρίζοντας την αδύναμη πορεία του λιανικού εμπορίου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Στον αντίποδα, ανοδική είναι η ζήτηση για εργαζομένους ΙΤ, που αναζητήθηκαν από 8% των ΜμΕ (διπλάσιο από το 2022 και 50% υψηλότερα από τον περσινό προγραμματισμό προσλήψεων) - εξέλιξη που συνδέεται με τη δυναμική των κλάδων της «νέας οικονομίας»**.

Ως προς τους λόγους αναζήτησης εργαζομένων, οι απαντήσεις των ΜμΕ για το 2023 υποδεικνύουν στρατηγικές ανάγκες, με 41% του τομέα να χρειάζεται προσωπικό για αύξηση πωλήσεων (έναντι 26% το 2022), ενώ 29% του τομέα χρειάζεται αντικατάσταση προσωπικού (που ήταν ο κύριος λόγος αναζήτησης το 2022 για το 45% του τομέα). Σε μικρότερο βαθμό οι ΜμΕ χρειάστηκε να καλύψουν προσωρινές ανάγκες (20% των ΜμΕ) ή εκκίνηση νέας δραστηριότητας (10% των ΜμΕ) – ποσοστά σχετικά σταθερά έναντι του 2022.

Η δυσκολία των ΜμΕ να προσελκύσουν εργαζομένους

Παρά την πρόθεση των ΜμΕ να προσελκύσουν προσωπικό, η προσπάθεια τους προσκρούει σε υψηλούς βαθμούς δυσκολίας. Συγκεκριμένα, το 71% των ΜμΕ που αναζήτησαν εργαζομένους θεωρεί πως είναι δυσκολότερο σε σχέση με το παρελθόν να βρει κατάλληλο προσωπικό (έναντι 59% το 2022), με την δυσκολία αυτή να είναι πιο αισθητή στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (83% έναντι 66%-67% για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις), με τους λόγους να διαφέρουν ανάλογα με τη θέση εργασίας.

Αναλυτικότερα:

  • Όσον αφορά τις θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, το 67% των ΜμΕ δυσκολεύεται να βρει κατάλληλους εργαζομένους λόγω έλλειψης υποψηφίων με κατάλληλές δεξιότητες ή προϋπηρεσία (43% και 24%, αντίστοιχα), με το υπόλοιπο 1/3 να αντιμετωπίζει απουσία ενδιαφέροντος για τις θέσεις εργασίας που προσφέρει.
  • Στον αντίποδα, για τις θέσεις χαμηλότερης εξειδίκευσης η απουσία ενδιαφέροντος από την πλευρά των εργαζομένων αναδεικνύεται ως βασικό εμπόδιο για την πλειοψηφία των ΜμΕ (60% του τομέα), με την έλλειψη κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας να είναι πρόβλημα για το 38% των ΜμΕ.
  • Αξίζει να σημειωθεί πως η απουσία τυπικών προσόντων, όπως οι σπουδές, θεωρήθηκε ως εμπόδιο από ένα αμελητέο ποσοστό του τομέα (της τάξης του 2%).

Η δυσκολία των ΜμΕ να προσελκύσουν προσωπικό αποτυπώνεται επίσης στο γεγονός ότι κατάφεραν να καλύψουν τα ¾ των θέσεων για τις οποίες επεδίωξαν προσλήψεις το 2023. Σημαντικά κενά ουσιαστικά αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες κατάφεραν να καλύψουν μόλις το 52% των κενών θέσεων το 2023 (έναντι περίπου 80% για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις). Δεδομένου ότι ο προγραμματισμός προσλήψεων έχει άμεση σχέση με την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και άρα της αναπτυξιακής δυναμικής του τομέα, το πρόβλημα αυτό είναι υψηλής κρισιμότητας. Βάσει εκτιμήσεων μας, η αύξηση προσωπικού κατά 1% λιγότερο από τον προγραμματισμό οδηγεί κ.μ.ο σε 0.5% χαμηλότερες προσδοκίες αύξησης πωλήσεων*.

Ο καταλυτικός ρόλος της εκπαίδευσης

Καταλύτης στην προσπάθεια των ΜμΕ να προσελκύσουν εργατικό δυναμικό αποδεικνύεται η επένδυση στην κατάρτιση. Βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, σχεδόν 1/3 του τομέα παρέχει εκπαίδευση (σεμινάρια, χρηματοδότηση σπουδών), ενώ ένα επιπλέον 25% παρέχει εμπειρική εκπαίδευση (κυρίως σε θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης). Οι ΜμΕ που προσφέρουν εκπαίδευση στους εργαζομένους καταφέρνουν να συμπληρώσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις θέσεις εργασίας τους (κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες), κάτι που επιβεβαιώνεται σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων.

Η εκπαίδευση εύλογα διευκολύνει τις προσλήψεις, καθώς εκτός από κίνητρο για τους ίδιους τους εργαζόμενους, καλύπτει εν μέρει την αναντιστοιχία μεταξύ επιχειρηματικών αναγκών και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα υστερεί έναντι της Ευρώπης i) κυρίως σε εξειδικευμένες δεξιότητες ανάλογες με τις επιχειρηματικές ανάγκες (σχετικός δείκτης αντιστοίχισης σχεδόν στο 1/10 της ΕΕ), και ii) δευτερευόντως σε ψηφιακό αλφαβητισμό (με επιδόσεις της τάξης του 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Παράλληλα, η παροχή κατάρτισης αποφέρει και μεσοπρόθεσμα οφέλη σε όρους παραγωγικότητας εργασίας (με την Ελλάδα να είναι στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης και στις δύο παραμέτρους), καθώς η αύξηση των εκπαιδευτικών ωρών κατά 1% αυξάνει την παραγωγικότητα εργασίας κατά περίπου 1% σε ορίζοντα τετραετίας (με συσχέτιση της τάξης του 60%)*.

Αναδεικνύεται λοιπόν η ανάγκη να στηριχθεί περαιτέρω η κουλτούρα εκπαίδευσης, η οποία συνολικά στην Ελλάδα υστερεί έναντι της Ευρώπης, καθώς:

  • από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι δαπάνες για εκπαίδευση αντιστοιχούν στο 0.3% του εργατικού κόστους (έναντι 1.5% για την ΕΕ),
  • από την πλευρά των εργαζομένων, το ποσοστό που πρόσφατα παρακολούθησε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης αντιστοιχεί στο 1/5 του μέσου όρου της Ευρώπης (3% έναντι 15% για την Ευρώπη**).

Η γεωγραφική διάσταση της δυσκολίας εύρεσης εργατικού δυναμικού

Το φαινόμενο της δυσκολίας πλήρωσης θέσεων εργασίας ενέχει γεωγραφική διάσταση, καθώς οι ΜμΕ της περιφέρειας αντιμετώπισαν σχετικά νωρίτερα και ελαφρώς πιο έντονα το φαινόμενο (74% δηλώνει ότι δυσκολεύεται, από 68% το 2022), το οποίο σταδιακά επεκτάθηκε στις αστικές ΜμΕ (71% δηλώνει ότι δυσκολεύεται, από μόλις 51% το 2022).

Κύριος παράγοντας διαφοροποίησης της έκτασης του προβλήματος μεταξύ αστικών και περιφερειακών ΜμΕ είναι η απουσία ενδιαφέροντος για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας στην περιφέρεια (αφορά 58% των ΜμΕ που αναζήτησαν εργαζόμενους, έναντι 42% σε αστικές περιοχές). Εν μέρει αυτό αντικατοπτρίζει τις χαμηλότερες ανάγκες των αστικών περιοχών για θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης (64% των επιχειρήσεων που αναζήτησαν εργαζόμενους έναντι 75% σε μη αστικές περιοχές).

Ωστόσο παρά τη συγκριτικά μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισαν οι περιφερειακές ΜμΕ, κατάφεραν να καλύψουν επιτυχώς μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων εργασίας τους σε σχέση με τις αστικές (77% έναντι 72% κατά το 2023).

Καθοριστική συμβολή στην αποτελεσματικότερη κάλυψη των εργασιακών αναγκών των περιφερειακών ΜμΕ είχε αφενός η μεγαλύτερη αύξηση των μισθών (5% κ.μ.ο. έναντι 3.5% για τις αστικές ΜμΕ την περίοδο 2019-2022) και αφετέρου η μεγαλύτερη κινητοποίηση να παρέχουν εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, η διαφορά στην παροχή εκπαίδευσης είναι της τάξης του 10% τόσο όσον αφορά εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης (70% στην περιφέρεια έναντι 60% στις αστικές ΜμΕ) όσο και για εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης ( 59% έναντι 47%).

Η σημασία μιας συνολικά πιο αποτελεσματικής αγοράς εργασίας

Ενώ οι δράσεις εκπαίδευσης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, η ένταση του προβλήματος απαιτεί πιο συνολική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική σχέση ανεργίας και κενών θέσεων εργασίας για την Ελλάδα (δείτε γράφημα καμπύλης Beveridge), η δυσκολία κάλυψης θέσεων, που διαπιστώθηκε και στην έρευνα της ΕΤΕ, αναμένεται να ενταθεί. Ειδικότερα, όσο θα διενεργείται περαιτέρω μείωση της ανεργίας, θα κινούμαστε σε όλο και πιο κάθετο τμήμα της καμπύλης, δηλαδή προς εκθετική αύξηση στο ποσοστό κενών θέσεων εργασίας.

Αναδεικνύεται λοιπόν η ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να μετατοπιστεί η καμπύλη πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο - με την Ευρώπη να επιτυγχάνει λιγότερες κενές θέσεις για αντίστοιχα ποσοστά ανεργίας αλλά και μικρότερη κλίση για χαμηλά επίπεδα ανεργίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, πέραν από την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, χρήσιμες επίσης είναι ενεργητικές πολιτικές όπως διμερείς συμφωνίες για μετακίνηση εργαζομένων, πολιτικές όπως tech visa για προσέλκυση εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, επιδότηση προσλήψεων και διαμοιρασμός εργασίας (job-sharing).

Μέσω σχετικών πολιτικών, διευκολύνεται η κάλυψη κενών θέσεων, ενισχύεται η παραγωγικότητα εργασίας, ενώ παράλληλα παρέχονται κίνητρα για είσοδο στην αγορά εργασίας ατόμων που βρίσκονται εκτός εργατικού δυναμικού. Ενδεικτικά, εκτιμάται πως η σύγκλιση του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (69% του πληθυσμού 15-64 ετών στην Ελλάδα, έναντι 76% στην ΕΕ), θα ισοδυναμούσε με 460 χιλιάδες επιπλέον δυνητικούς εργαζόμενους. Συνδυαστικά οι άνω παράγοντες θα δημιουργούσαν εχέγγυα για αυξημένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και αυξημένη απόδοση των επενδύσεών τους.

Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας

Google News Ακολουθήστε το Proson στo Google News

Δημοφιλείς Ειδήσεις